Saturday, September 25, 2010

Πράσινη ανάπτυξη

Καυσαέρια, ρύπανση, φαινόμενο του θερμοκηπίου, ενεργειακό πρόβλημα. Ευτυχώς έχουμε βρει τη λύση σε όλα αυτά. Στο σημερινό διήγημα θα δούμε πώς τα αντιμετώπισε ο κύριος Αριστείδης που δίνει ένα νέο μοντέλο για την ….


Πράσινη ανάπτυξη


Ο Αριστείδης μπήκε βαριανασαίνοντας στην αποθήκη και τοποθέτησε το άδειο μπιτόνι ανάμεσα στα βαρέλια με τη βιομάζα. Έβγαλε τα γάντια, τις μπότες και τη μάσκα και φόρεσε το τζιν και ένα άσπρο φανελάκι. Λογικά είχε ξεμπερδέψει, αλλά θα έπρεπε να περιμένει περίπου ένα μήνα για να σιγουρευτεί. Οι μουριές ήταν περισσότερο ανθεκτικές απ’ όσο έδειχναν.

Βγήκε από την αποθήκη και κοίταξε τον κάμπο, εκεί όπου κάποτε έβλεπε τις ελιές να ασημίζουν, σαν μια απέραντη αργυρένια θάλασσα . Εκατοντάδες φωτοβολταϊκά στοιχεία στραφτάλιζαν πια στη θέση τους, αλλά τουλάχιστον μπορούσε να τα κοιτάξει. Όταν δεν είχε συννεφιά ήταν αδύνατον να κρατήσεις πάνω από μερικά δευτερόλεπτα το βλέμμα σου πάνω τους. Έριξε μερικά σακιά με οργανικά απορρίμματα στους λάκκους κομποστοποίησης, οι οποίοι μύριζαν απαίσια, σημάδι ότι θα είχε αρκετό καύσιμο για τον καυστήρα βιοαερίου. Τα παιδιά του γκρίνιαζαν για τη δυσάρεστη μυρωδιά, αλλά οι συσκευές απόσμησης κόστιζαν και ο Αριστείδης δεν σκόπευε να χαλάσει ούτε ένα ευρώ για περιττές πολυτέλειες. Έπιασε γερά την τρίμετρη σκάλα και ανέβηκε στην σκεπή. Οι τρεις ανεμογεννήτριες γύριζαν ικανοποιητικά, αλλά ο Αριστείδης χαλάρωσε ελαφρά τον πείρο σύνδεσης, σύμφωνα με την εμπειρία του και τις πληροφορίες από το διαδίκτυο. Το μουγκρητό της περιστροφής που δυνάμωσε, ακούστηκε πολύ όμορφα στα αυτιά του. Οι γείτονες φώναζαν για την ηχορύπανση όμως ο Αριστείδης είχε μάθει πια να αγνοεί αυτές τις κραυγές. Σφιχτός πείρος, είκοσι κιλοβάτ, χαλαρός τριάντα και αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε πια γι’ αυτόν.

Κατέβηκε πάλι στην αυλή και κοίταξε τη μουριά που υψωνόταν πάνω από τη στέγη του, στερώντας τα φωτοβολταϊκά του από πολύτιμες ώρες ηλιοφάνειας. Ήταν η τελευταία. Στην αρχή τις κλάδευε, αλλά το κόστος ήταν υπερβολικά μεγάλο και έτσι βρήκε συμφερότερη τη λύση με το φάρμακο. Τέσσερα μπιτόνια, τέσσερις μουριές λιγότερες. Και τώρα είχε αδειάσει και το πέμπτο στις ρίζες της τελευταίας.

Μπήκε στο σπίτι ικανοποιημένος από το θόρυβο των γεννητριών και το αδειανό μπιτόνι της αποθήκης. Όταν είχαν έρθει για πρώτη φορά σπίτι του από το υπουργείο περιβάλλοντος, ανάπτυξης και κάτι άλλο που δεν θυμόταν, του είχαν αραδιάσει δεκάδες επιχειρήματα. Πράσινη ανάπτυξη, οικολογικό μοντέλο, ανανεώσιμες πηγές, φαινόμενο του θερμοκηπίου και ένα σωρό άλλες μαλακίες από τις οποίες δεν είχε καταλάβει τίποτα. Μόλις όμως τους είπαν 0,035 ευρώ για κάθε κιλοβάτ, μπήκε αμέσως στο νόημα.

Ανέβηκε τη σκάλα και κατευθύνθηκε προς τη κρεβατοκάμαρα. Ο γιος του είχε την πόρτα ανοιχτή. Βρισκόταν μέσα στο θάλαμο προσομοίωσης και μάλλον έπαιζε κάποιο διαστημικό παιχνίδι, αφού ο θάλαμος στριφογύριζε σαν σβούρα. Η κόρη του αντίθετα βρισκόταν απόλυτα ακίνητη μέσα στο σολάριουμ καθώς το καλοκαίρι πλησίαζε. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και είδε τον έναν τοίχο LED να παίζει τη σαχλή σαπουνόπερα που τόσο άρεσε στη γυναίκα του. Τουλάχιστον δεν είχε πιάσει τον τοίχο με την τρισδιάστατη. Τον ενεργοποίησε πριν προλάβει να το θυμηθεί η γυναίκα του και επέλεξε αμέσως το ντέρμπι. Η τρισδιάστατη έτρωγε ένα σκασμό σε κιλοβάτ αλλά άξιζε τον κόπο.

Ξάπλωσε στον καναπέ και χαλάρωσε για να απολαύσει το θέαμα. Όταν είχε υπογράψει τη σύμβαση , οι υπάλληλοι του υπουργείου τον διαβεβαίωσαν ότι θα απολάμβανε μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Τότε, ο Αριστείδης δεν έδωσε σημασία αφού ήταν απασχολημένος να πολλαπλασιάζει τα κιλοβάτ με την ώρα και με τον αριθμό των φωτοβολταϊκών. Τώρα, όμως, που έβλεπε τους ποδοσφαιριστές να κλωτσάνε την μπάλα δίπλα του, κατάλαβε ότι είχαν δίκιο. Η πράσινη ανάπτυξη, εκτός από καζίνο στο Ελληνικό, έφερε μαζί της και την ποιότητα ζωής που του είχαν υποσχεθεί.

ΤΕΛΟΣ

Sunday, September 19, 2010

Δραστηριότητες

Παιδιά. Τι όμορφη λέξη. Και είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε για αυτά. Το καλύτερο σχολείο, τα καλύτερα παιχνίδια, τα καλύτερα ρούχα και πάει λέγοντας. Μήπως υπάρχει κάποια παγίδα εδώ; Ήμαστε εντελώς σίγουροι για το τι είναι το καλύτερο; Ας το σκεφτούμε μια φορά ακόμη πριν διαλέξουμε τις επόμενες παιδικές…..


Δραστηριότητες


Τρεις γραμμές με έντονα κόκκινα γράμματα κρυμμένες στην κάτω δεξιά γωνία της εφημερίδας. Ήταν, όμως, στην πρώτη σελίδα κι αυτό κάτι σήμαινε. Μπορεί να μην ήταν πηχιαίος τίτλος ή το θέμα της ημέρας, αλλά απ’ ότι φαίνεται κάποιοι κατάλαβαν τη σημασία του και φρόντισαν να το προβάλλουν. Η Ασημίνα πήρε ένα μικρό ψαλίδι και έκοψε το κομματάκι με την είδηση. Ήταν η μεγάλη επιτυχία της και η μεγάλη αποτυχία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Θα το τοποθετούσε στον ειδικό φάκελο, μαζί με όλα τα υπόλοιπα δημοσιεύματα που συνόδευαν την προσπάθεια της από τότε που ξεκίνησε την αλλαγή ονομασίας. Είχαν ξεκινήσει από τις μέσα σελίδες, συνήθως μαζί με τα υπόλοιπα νέα για την εκπαίδευση, μικρά δίστηλα ή και τηλεγραφικές αναφορές και σιγά-σιγά είχαν προχωρήσει προς τα έξω καθώς το κείμενο μεγάλωνε μαζί με τη γραμματοσειρά, για να φτάσουν στην ιστορική, σημερινή πρώτη σελίδα
Η Παναγιώτα εμφανίστηκε μέσα στην κουζίνα κρατώντας στα χέρια της δύο μικρά πράσινα τουβλάκια που δεν μπορούσε με τίποτα να βάλει στο κάστρο που έφτιαχνε. Η Ασημίνα την πήρε από το χέρι και την πήγε μέχρι το δωμάτιό της. Έβαλε προσεκτικά το πρώτο τουβλάκι στην κορυφή της κατασκευής, αρκετά αργά ώστε η Παναγιώτα να παρακολουθήσει καλά την κίνηση της, και ύστερα περίμενε υπομονετικά μέχρι η κόρη της να βάλει το δεύτερο τουβλάκι στη θέση του. Έμεινε για λίγο ακόμα στο δωμάτιο και μόλις διαπίστωσε ότι ήταν αχρείαστη επέστρεψε στην κουζίνα, απ’ όπου μπορούσε να επιβλέπει τον Αλέξη που βρισκόταν στο μπαλκόνι και κλωτσούσε με δύναμη μια μπάλα ποδοσφαίρου πάνω στον τοίχο. Έριξε άλλη μια ματιά στον τίτλο που είχε κόψει.

Το τέλος
της παιδικής
ηλικίας

Ως συνήθως οι δημοσιογράφοι πόνταραν στο συναίσθημα και τον εντυπωσιασμό. Έτσι κι αλλιώς το τέλος είχε έρθει εδώ και καιρό. Η Ασημίνα με τους υπόλοιπους γονείς απλώς το επικύρωσαν. Προσπάθησε να σκεφτεί τον εαυτό της να μιλάει με τις καινούριες λέξεις. «Τα δραστήρια κοιμούνται». «Δεν μπορώ να σου μιλήσω γιατί έχω το δραστήριο δίπλα». «Δραστήρια, ελάτε να χαιρετήσετε τον θείο». «Πότε ξεκινά το δραστηριαγωγείο;». «Που είναι ο Αλέξης; Δραστηριοποιείται».
Της ήταν αδύνατο να το συνηθίσει. Ένοιωθε αλλόκοτα, σαν να έτρωγε χαρτί και να έπρεπε να το χωνέψει. Κι όμως, η ίδια ήταν υπεύθυνη για την αλλαγή. Ξεφύλλισε την εφημερίδα για να διαβάσει το ρεπορτάζ. Ήταν περίεργη να δει πόσο είχαν διαστρεβλώσει την πραγματικότητα.
«Μετά από χρόνια δικαστικών αγώνων η «Ένωση για τα δικαιώματα των παιδιών» πέτυχε μια απρόσμενη νίκη. Με βασικό επιχείρημα ότι η λέξη παιδί προέρχεται από το ρήμα παίζω κατάφερε να την αντικαταστήσει με το νεολογισμό δραστήριο. Παρουσιάζοντας στατιστικές, δημοσκοπήσεις και πανεπιστημιακές έρευνες έπεισε το δικαστήριο για την αλήθεια των ισχυρισμών της. Όπως ισχυρίστηκε η Ένωση, κάποτε οι πιο σκληρά εργαζόμενοι νέοι ήταν οι μαθητές του Λυκείου, στη συνέχεια του γυμνάσιου, του δημοτικού και σήμερα φτάσαμε πια στα νήπια. Τα βίντεο που προβλήθηκαν με τους μαθητές του νηπιαγωγείου να συμπληρώνουν δεκάδες φωτοτυπημένες σελίδες και στη συνέχεια να παρακολουθούν εντατικά μαθήματα αγγλικών, γαλλικών, κιθάρας και ταε-κβο-ντο προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση στους δικαστές που έβγαλαν μια αναπάντεχη απόφαση».
Δεν τα έλεγαν άσχημα. Λίγο-πολύ έτσι είχαν τα πράγματα. Κάποτε τα παιδιά έπαιζαν. Τώρα, τα δραστήρια κάνουν δραστηριότητες. Φυσικά, οι γονείς δεν θα δέχονταν τόσο εύκολα την μετονομασία. Είχαν αντιδράσει, έκαναν ενστάσεις, την είχαν μηνύσει μερικές εκατοντάδες φορές. Ακόμα και τώρα, είχαν προσφύγει στον Άρειο Πάγο. Τι ελπίδες είχαν, όμως; Τα παιδιά τους είχαν κατά μέσο όρο δέκα ώρες δραστηριότητες κάθε μέρα και μερικά λεπτά παιχνιδιού. Γιατί οι δικαστές να αρνηθούν την αλλαγή της λέξης; Στο κάτω-κάτω, αν ήθελαν να έχουν παιδιά, ας τα έβαζαν να παίζουν. Η Ασημίνα πήρε μια βαθιά ανάσα και φώναξε με όλη της τη δύναμη.
«Δραστήρια, είναι ώρα για φαγητό».
Περίμενε λίγη ώρα, αλλά δεν φάνηκε κανείς και δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί.

ΤΕΛΟΣ

Sunday, September 12, 2010

Το πρωτόκολλο

Γραφειοκρατία… Το τέρας που απομυζά συστηματικά ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας. Έχει, όμως κι ένα πλεονέκτημα. Μπορείς πάντα να ρίξεις τις ευθύνες σε κάποιον άλλον, είτε στον προηγούμενο είτε στον επόμενο. Αρκεί, βέβαια, εσύ να είσαι απολύτως τυπικός. Υπάρχουν, όμως, και ορισμένες περιπτώσεις όπου τα πράγματα παίρνουν μια διαφορετική πορεία. Μια τέτοια περίπτωση συναντάμε στο σημερινό διήγημα όπου όλοι ακολουθούν πιστά όσα λέει…


Το πρωτόκολλο

Αντοχή στη σύνθλιψη 0,01 Ν/m2.

Ο Καμαρίδης διάβαζε την αναφορά κοιτώντας κατά τακτά χρονικά διαστήματα τον αξιωματικό ασφαλείας που στεκόταν απέναντί του ανέκφραστος, με τα χέρια τεντωμένα και κολλημένα στο κορμί του. Σίγουρα ήταν μια στάση που είχε προβάρει για ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Ακίνητος, αγέρωχος, με το βλέμμα να ατενίζει το άπειρο.

Μέγιστη απορρόφηση στο εγγύς υπέρυθρο στα 520 nm.

Οι μετρήσεις ήταν πολύ αναλυτικές και ακριβείς, αλλά οποιοσδήποτε δεν είχε γνώσεις φυσικής θα νόμιζε ότι πρόκειται για κάποιο είδος ιερογλυφικών που κανείς ακόμα δεν είχε καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει. Όχι, ότι θα είχε άδικο στη συγκεκριμένη περίπτωση αφού αυτό το άγνωστο αντικείμενο, που η ασφάλεια είχε ανακαλύψει κοντά στην αίθουσα συσκέψεων, αρνιόταν πεισματικά να αποκαλύψει την ταυτότητά του, παρά τις εκτεταμένες μετρήσεις των ειδικών εργαστηριών. Όλα αυτά, μέχρι πριν από μια ώρα που ο Καμαρίδης ένοιωσε να πέφτει από τα σύννεφα.

Φασματοσκοπική ανάλυση ακτίνων γ. Υψηλή διαπερατότητα.

Ο Καμαρίδης κοίταξε τον αξιωματικό ασφαλείας. Σκληρά εκπαιδευμένος, απόλυτα τυπικός με τη δουλειά του, έμοιαζε περισσότερο με προγραμματισμένο ρομπότ παρά με εξειδικευμένο προσωπικό.
«Πότε ανακαλύψατε το ύποπτο αντικείμενο;» τον ρώτησε.
«Πριν έντεκα μέρες και τέσσερις ώρες».
«Το περιεργάστηκες καθόλου, πριν το στείλεις στα εργαστήρια;»
Μια μικρή γκριμάτσα αποδοκιμασίας χάλασε την τέλεια μάσκα που αποτελούσε το πρόσωπο του υπεύθυνου ασφαλείας μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν φανερό ότι η ερώτηση τον είχε προσβάλλει.
«Όχι, βέβαια. Ακολούθησα πιστά το πρωτόκολλο».
Ο Καμαρίδης ήταν σίγουρος ότι όλα είχαν γίνει σύμφωνα με τον κανονισμό, αλλά ήθελε να δει μέχρι που έφτανε η αφοσίωση αυτών των ανθρώπων. Μερικές φορές η ακαμψία μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνη από τη χαλαρότητα.
«Μήπως κάποιος από την ομάδα σου, ίσως αυτός που το βρήκε ή κάποιος άλλος, ανέφερε κάτι παράξενο για το αντικείμενο;»
Ο αξιωματικός έδειχνε να μην καταλαβαίνει.
«Δεν προβλέπονται τέτοιες αναφορές. Ότι κρίνεται ύποπτο τοποθετείται μέσα στο ειδικό κουτί τιτανίου και παραδίδεται στην ανάλυση».
«Οπότε δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να άγγιξε το αντικείμενο με γυμνό χέρι, ή να το μύρισε».
Ο αξιωματικός ασφαλείας, αν και παρέμενε ακίνητος., έδειχνε ότι ήταν έτοιμος να βγει από τα ρούχα του.
«Σας είπα. Ακολουθήσαμε τις διαδικασίες. Ότι γράφει το πρωτόκολλο».
«Μάλιστα», είπε ο Καμαρίδης. Ύστερα άνοιξε το συρτάρι του και έβγαλε το μαύρο μεταλλικό κουτί. Ο αξιωματικός γούρλωσε τα μάτια του, προδίδοντας μέσα σε μια στιγμή πολλά χρόνια εκπαίδευσης με τα οποία είχε αποκτήσει το παγερό του βλέμμα. Ο Καμαρίδης χάιδεψε απαλά το καπάκι του κουτιού και είπε με πολύ απαλή φωνή.
«Πώς τα πας με τα λουλούδια;»
Ο αξιωματικός σάστισε. Μάλλον ήταν η τελευταία ερώτηση που περίμενε να ακούσει εκείνη τη μέρα.
«Τι εννοείτε;», ψέλλισε.
«Ξέρεις, ήμαστε όλοι παιδιά των πόλεων. Πριν παντρευτώ δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τη γαρδένια από τη μπεγκόνια, αλλά η γυναίκα μου ήταν μανιακή με την ανθοκομία και τώρα έχω κάνει πρόοδο. Εσύ που βρίσκεσαι;»
Ο αξιωματικός ξεροκατάπιε. Σίγουρα έβραζε από μέσα του. Θα σκεφτόταν ότι περνάει κάποιο είδος ψυχολογικού τεστ, από τα πολλά που πρέπει να είχε υποστεί στον στρατό, ότι ο Καμαρίδης τον δοκιμάζει, ότι ίσως κρίνεται η θέση του.
«Εγώ…εγώ δεν είμαι παντρεμένος», απάντησε προσπαθώντας να καλύψει όλα τα ενδεχόμενα.
Ο Καμαρίδης δεν μίλησε για λίγο. Άνοιξε το κουτί, φέρνοντας τον αξιωματικό στα όρια της απελπισίας, και έβαλε το άγνωστο αντικείμενο που τους ταλαιπώρησε τόσο καιρό.
«Πριν δυο εβδομάδες είχε επισκεφτεί τις εγκαταστάσεις ένα σχολείο», είπε στον αξιωματικό. «Σήμερα ήρθε ένα μικρό κοριτσάκι, Το έχουμε στο διπλανό δωμάτιο. Πρέπει να σου αναθέσω μια δύσκολη αποστολή, αλλά το πρωτόκολλο αναφέρει ρητά ότι εσύ είσαι ο υπεύθυνος ενημέρωσης σε αυτές τις περιπτώσεις.».
Ο αξιωματικός έδειξε να έχει συνέλθει καθώς η συζήτηση επέστρεψε στα διαδικαστικά θέματα. Ο Καμαρίδης άπλωσε το χέρι του και πρότεινε το αντικείμενο στον αξιωματικό.
«Το κοριτσάκι έχασε ένα μικρό τριαντάφυλλο που είχε φέρει μαζί του. Του το είχε χαρίσει η μαμά του. Θέλω να το πάρεις, να πας δίπλα και να του εξηγήσεις γιατί δεν το είχαμε στο νερό όλες αυτές τις μέρες».
Ο αξιωματικός έπιασε με πολύ προσοχή το μισοκαμμένο, ξεραμένο λουλούδι, χαιρέτησε τυπικά φέρνοντας την παλάμη του δίπλα στο μέτωπο του και βγήκε από την αίθουσα. Ο Καμαρίδης έκλεισε το κουτί και το ξαναέβαλε στο συρτάρι του. Ύστερα τηλεφώνησε στη γυναίκα του. Αυτή αρχικά αρνήθηκε, αλλά τελικά την έπεισε ότι ήταν για καλό σκοπό. Ο Καμαρίδης χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε όλη την ομάδα ασφαλείας να στέκεται στην ουρά κάθε πρωί για να μυρίσει τριανταπέντε διαφορετικά λουλούδια. Σίγουρα δεν θα έλυνε το πρόβλημα έτσι, αλλά ήταν μια καλή αρχή. Η γυναίκα του δεν πίστευε ότι θα τα καταφέρει να τους πείσει, αλλά δεν ήξερε το κρυφό του όπλο. Άλλοι θα απειλούσαν, άλλοι θα διέταζαν, αλλά ο Καμαρίδης γνώριζε ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να το ενσωματώσει στο πρωτόκολλο.


ΤΕΛΟΣ

Saturday, September 4, 2010

Πωλείται το παρελθόν

Τελείωσε και το καλοκαίρι. Κάπου είχα διαβάσει ότι κανείς δεν χρειάζεται περισσότερη ξεκούραση από αυτόν που επιστρέφει από διακοπές. Δεν μου φαίνεται να απέχει πολύ από την αλήθεια. Το καλό με τις διακοπές είναι ότι έχεις ελεύθερο χρόνο για να ξοδέψεις όπως επιθυμείς. Έτσι, μπορείς πάντα να σκεφτείς τι είναι αυτό που σου αρέσει πραγματικά να κάνεις και αν θα ενέδιδες ποτέ σε μια πρόσκληση όπου……..

ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ


Ο Μανώλης φρέναρε απότομα καθώς προσπέρασε την ξύλινη πινακίδα με τα κόκκινα γράμματα. Σταμάτησε διακόσια μέτρα πιο κάτω σε ένα άνοιγμα του δρόμου γεμάτο χαλίκια και σκουπίδια. Ίσως ήταν κάποιο διαφημιστικό τρικ, ίσως αυτός να μην είδε καλά την τελευταία λέξη, αλλά του ήταν αδύνατον να προχωρήσει παρακάτω χωρίς να σιγουρευτεί γι’ αυτό. Βρήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να προχωράει προς τα πίσω στην άκρη του ασφαλτοστρωμένου δρόμου που δεν μπορούσε να κρύψει την ελλιπή συντήρηση, έτσι όπως ήταν γεμάτος λακκούβες και μικρά σαμαράκια. Τώρα έβλεπε με τα μάτια του όλα όσα ταλαιπωρούσαν πριν λίγο το αμάξι του και τη μέση του καθώς το αυτοκίνητο αναπηδούσε κάθε τρεις και λίγο.

Πολύ σύντομα έφτασε έξω από το κτίριο που έδειχνε εντελώς συνηθισμένο, αν εξαιρούσες αυτή την μικρή επιγραφή. ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. Την προηγούμενη βραδιά, την τελευταία του καλοκαιριού, είχαν μαζευτεί στο σπίτι ενός φίλου και αναπολούσαν τα παλιά ανάμεσα σε μισοκαμμένες μπριζόλες και κρύες μπίρες. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που ο Μανώλης αποφάσισε να μπει στο κτίριο, αν και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιος είχε τη δυνατότητα να εμπορεύεται ένα τόσο σπουδαίο αγαθό.

Η είσοδος του κτιρίου ήταν πολύ φωτεινή και εντυπωσιακά διακοσμημένη με άσπρο μάρμαρο. Τον υποδέχτηκε μία ευγενική γραμματέας, του έδωσε να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο και ύστερα του ζήτησε να περιμένει για πέντε λεπτά μέχρι να δει τον υπεύθυνο πωλήσεων. Ο Μανώλης παρατήρησε πιο προσεκτικά το χώρο που έμοιαζε τεράστιος. Είχαν ενώσει δύο ή τρία πατώματα και στην οροφή είχαν κατασκευάσει ένα γυάλινο αίθριο που έφερνε άπλετο φώς. Παντού υπήρχαν παράθυρα, λες και όλο το δωμάτιο είχε χτιστεί από την αρχή με αυτόν το σκοπό, ενώ τα περισσότερα ήταν ανοιγμένα φέρνοντας ένα ευπρόσδεκτο δροσερό αεράκι.
Η γραμματέας τού έκανε νόημα και του υπέδειξε το διάδρομο που έπρεπε να ακολουθήσει για να φτάσει στον αρμόδιο υπάλληλο. Ο Μανώλης προχώρησε πάνω στην γαλάζια γραμμή.
Δυστυχώς το κτίριο δεν διατηρούσε τη μεγαλοπρέπεια της εισόδου του. Το ταβάνι άρχισε να χαμηλώνει, τα παράθυρα να μειώνονται και ο φωτισμός να γίνεται όλο και ασθενέστερος. Στην αρχή δεν ήταν εμφανές, αλλά μετά από λίγο ο Μανώλης ένοιωσε σα να προχωράει μέσα σε ένα σκοτεινό τούνελ και αισθάνθηκε ότι πνιγόταν καθώς ο αερισμός ήταν ανεπαρκής. Λίγο πριν σταματήσει και γυρίσει πίσω, είδε την μαύρη πόρτα με την επιγραφή «υπεύθυνος πωλήσεων», την κοίταξε για λίγο διστακτικά και ύστερα την άνοιξε. Αντίκρισε ένα μικρό δωμάτιο που με το ζόρι χωρούσε τον υπάλληλο, ένα μικρό γραφείο, μια βιβλιοθήκη και τον Μανώλη. Παράθυρα δεν υπήρχαν ενώ όλο το χώρο προσπαθούσε να φωτίσει χωρίς επιτυχία ένας παμπάλαιος λαμπτήρας πυρακτώσεως. Απ’ ότι φαίνεται η εταιρία είχε ρίξει όλα τα λεφτά στο χώρο υποδοχής.

«Καθίστε», του είπε ευγενικά ο υπάλληλος.
Ο Μανώλης κάθισε στην μικροσκοπική καρέκλα που ήταν τόσο άβολη όσο έδειχνε.
«Μελεζάς», συστήθηκε ο υπάλληλος προτείνοντας το χέρι του.
«Αναγνώστου», απάντησε ο Μανώλης κάνοντας μια ψυχρή χειραψία. Είχε αρχίσει να το μετανιώνει που βρέθηκε εκεί μέσα.
«Σας ακούω», είπε ο Μελεζάς.
«Ε…Είδα την ταμπέλα…» είπε ο Μανώλης που δυσκολευόταν να παραδεχτεί ότι σκόπευε στα σοβαρά να συζητήσει την αγοραπωλησία του παρελθόντος του.
«Και θυμηθήκατε τα παλιά», συμπλήρωσε ο Μελεζάς.
«Ακριβώς. Τι εννοείτε όταν λέτε ότι πουλάτε το παρελθόν;»
«Ότι ακριβώς γράφουμε. Μπορούμε να σας μεταφέρουμε σε οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος επιθυμείτε».
Ο Μανώλης κοίταξε καχύποπτα τον Μελεζά, αλλά αυτός έδειχνε απόλυτα ψύχραιμος. Λες και πουλούσε ηλεκτρικές οδοντόβουρτσες.
«Σε οποιαδήποτε στιγμή;»
«Φυσικά. Για παράδειγμα μπορούμε άμεσα να σας επαναφέρουμε στην βρεφική σας ηλικία. Με τις πάνες σας, με τις κρέμες σας, έτοιμο να βγάλετε δοντάκια».
Ο Μανώλης άθελα του έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας καθώς θυμήθηκε τον ανιψιό του που μόλις πρόσφατα είχε καταφέρει να σταθεί όρθιος και έπεφτε συνέχεια.
«Όχι δεν ενδιαφέρομαι για κάτι τέτοιο».
«Τότε, ίσως στην παιδική σας ηλικία. Στο σχολείο, με τα μαθήματα, το δάσκαλο, τα άλλα παιδάκια, τα χτυπημένα γόνατα».
«Όχι, όχι», είπε ο Μανώλης που δεν θα άντεχε να πάει ούτε μια μέρα παραπάνω στο σχολείο ακόμα και αν του έταζαν τον ουρανό με τ’ άστρα.
«Τι θα λέγατε για την εφηβεία. Σπυράκια, έρωτες, απογοητεύσεις, τι ώρα θα γυρίσετε, που θα πάτε, πανελλαδικές…», είπε ο Μελεζάς κλείνοντας το μάτι στην τελευταία λέξη.
Ο Μανώλης ύψωσε ελαφρά τα χέρια του με σηκωμένες τις παλάμες σε μια κρίση τρόμου μόλις θυμήθηκε τα φριχτά τρίωρα των εξετάσεων.
«Το βρήκα», είπε ο Μελεζάς. «Πανεπιστήμιο, καθηγητές, μαθήματα, μεθύσια, πτυχίο, στρατός, ψάξιμο για δουλειά με πεντακόσια ευρώ, προσκύνημα σε βουλευτές και στα κάθε λογής μέσα. Ε, τι λέτε γι’ αυτό;»
Ο Μανώλης κοίταξε εξεταστικά τον Μελεζά. Είχε καταλάβει που το πήγαινε. Και ο Μανώλης πωλητής ήταν. Έδινε κρουαζιέρες σε γιατρούς και κέρδιζε ιατρικές συνταγές. Ίσως γι’ αυτό να είχε μπει εκεί μέσα. Όχι για ν’ αγοράσει παρελθόν, αλλά για να αλλάξει το παρόν.
«Εντάξει κατάλαβα», είπε ο Μανώλης. «Πείτε μου, όμως, κάτι. Μπορείτε στ’ αλήθεια να κάνετε αυτά που υπόσχεστε».
«Φυσικά. Τι θα λέγατε να σας πάμε στα τριάντα. Όλη μέρα δουλειά και το βράδυ τηλεόραση. Απλήρωτες υπερωρίες, οικονομική κρίση, καθημερινές απολύσεις».
Ο Μανώλης άπλωσε το χέρι του για να διακόψει τον Μελεζά.
«Σύμφωνοι. Δεν θέλω να αγοράσω τίποτε από το παρελθόν. Είμαι όμως περίεργος να μάθω αν έχετε πουλήσει ποτέ κάτι;».
«Αν και είναι επαγγελματικό μυστικό, πρέπει να ομολογήσω ότι οι περισσότεροι πελάτες μας προτιμούν το παρόν που έχουν».
«Και πώς επιβιώνετε;»
«Υπογράψατε ένα έντυπο, όπου η αμοιβή μας είναι ανάλογη με την ικανοποίησή σας από τις υπηρεσίες μας. Όταν βγείτε, μπορείτε να αφήσετε στην γραμματέα όποιο ποσό θέλετε».
Ο Μανώλης σηκώθηκε από την καρέκλα σκεπτικός. Άνοιξε την πόρτα και έκανε να βγει.
«Πριν φύγετε, μια μικρή δωρεάν συμβουλή», είπε ο Μελεζάς.

Ο Μανώλης διέσχισε αντίστροφα την διαδρομή που τον είχε φέρει στο «παρελθόν» και ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο έξυπνο ήταν το στήσιμο του κτιρίου. Έφευγες από το μικρό σκοτεινό γραφείο, μια συμβολική μήτρα, και διασχίζοντας το στενό διάδρομο προχωρούσες προς το φωτεινό παρόν, γεμάτο παράθυρα και προοπτικές. Ακριβώς έξω από την πόρτα σε περίμενε η πραγματικότητα. Πέρασε από τη γραμματεία και άφησε περισσότερα λεφτά απ’ όσα υπολόγιζε όταν είχε μπει. Επέστρεψε στο αυτοκίνητο, μπήκε ξανά στον αυτοκινητόδρομο και μετά από ένα χιλιόμετρο είδε την ταμπέλα για την οποία τον είχε προειδοποιήσει ο Μελεζάς.

ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Ο Μανώλης την προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. Όπως του είπε και ο Μελεζάς, γιατί να αγοράσεις κάτι που μπορείς να φτιάξεις μόνος σου.

ΤΕΛΟΣ