Saturday, May 29, 2010

Η Ντουλάπα

Όλοι ξέρουμε πόσο διαφέρει ο κόσμος των παιδιών από αυτόν των ενηλίκων. Σκοτεινά μέρη, θρύλοι, περιπέτειες, θηρία και ένα σωρό άλλα πράγματα που για εμάς δεν υπάρχουν. Και φυσικά, το αιώνιο ζήτημα: Τι κρύβει μέσα της ……


Η Ντουλάπα

Ο Θαλής και ο Ανδρόνικος μπήκαν μισανοίγοντας την πόρτα. Ο πατέρας τους έπινε τον καφέ του, διαβάζοντας εφημερίδα. Τα δύο παιδιά προσπάθησαν να ανέβουν από τη σκάλα, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς
«Τι τρέχει;» ακούστηκε η φωνή του πατέρα τους και τα παιδιά κοκάλωσαν.
«Τίποτα», ψέλλισε ο Ανδρόνικος.
«Ο Θαλής κρατάει το χέρι του», είπε ο πατέρας πίνοντας μια γερή γουλιά καφέ.
Τα παιδιά άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους. Στα έλεγα….. ήταν βλακεία σου….πάλι εγώ θα την πληρώσω….
«Δεν έχω πολύ χρόνο».
«Να…ο Θαλής…..δεν άκουγε…αποθήκη…..», μουρμούρισε ο Ανδρόνικος, που ανέλαβε να εξηγήσει.
«Θαλή, τι σου έχω πει για τα σκοτεινά μέρη;», ρώτησε ο πατέρας τους.
«Να μην πηγαίνω».
«Γιατί;» επέμεινε ο πατέρας που πάντα ήθελε να ακούει ολόκληρη τη φράση από το στόμα των παιδιών.
«Γιατί εκεί είναι ο λύκος».
«Σε δάγκωσε;»
«Λίγο».
«Πόνεσε;»
«Πρόλαβα να τραβήξω το χέρι»
«Δεν μου απάντησες. Πόνεσε;»
«Ναι», είπε ο Θαλής .
«Τα βλέπεις; Άλλη φορά να μας ακούς. Πήγαινε με τον αδερφό σου να βάλεις ιώδιο και ύστερα φέρτε μου έναν επίδεσμο και μια γάζα από το φαρμακείο του μπάνιου».
Τα αγόρια ανέβηκαν γρήγορα τη σκάλα χωρίς να πουν άλλη κουβέντα. Πίσω τους έμεναν μικρές κόκκινες σταγόνες που σημάδευαν τη διαδρομή τους.

***

Ο Θαλής καθόταν ακίνητος με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι. Η μηέρα του τον κοίταξε με αυστηρό τρόπο.
«Σε παρακαλώ, πολύ. Τι σε έπιασε τώρα. Πρώτη φορά έχουμε φακές;»
Ο Θαλής δεν απάντησε. Δίπλα του ο Ανδρόνικος έτρωγε μικρές κουταλιές, παρακολουθώντας τη συζήτηση.
«Τον βλέπεις τον αδελφό σου; Τρώει και δεν λέει κουβέντα. Εσύ γιατί κάνεις τον δύσκολο;»
«Δεν μου αρέσουν οι φακές», είπε ο Θαλής.
«Νεαρέ μου, σε αυτό το σπίτι τρώμε ό,τι υπάρχει, όχι ό,τι μας αρέσει».
«Δεν θέλω να φάω», είπε ο Θαλής δυνατά.
«Έλα βρε Θαλή, τώρα. Τι θέλεις δηλαδή, να έρθει η αστυνομία;»
Ο Ανδρόνικος σταμάτησε την κουταλιά του στη μέση και κοίταξε με παγωμένο βλέμμα τον Θαλή. Αυτός δεν έβγαλε κουβέντα, κατέβασε το κεφάλι του και το έχωσε ανάμεσα στα χέρια του.
«Σου είπα δεν πρόκειται να το ανεχτώ αυτό», δοκίμασε μια τελευταία φορά η μητέρα του, αλλά ο Θαλής δεν κουνήθηκε καθόλου.
«Αυτά κάνεις, άμα λείπει ο πατέρας σου, αλλά θα σου δείξω εγώ», είπε η μητέρα και βγήκε από την κουζίνα.
Μετά από πέντε λεπτά, ήχησε η σειρήνα. Το παράθυρο απέκτησε ένα ζωηρό μπλε χρώμα, καθώς οι αστυνομικοί πάρκαραν το περιπολικό ακριβώς έξω από το σπίτι τους χωρίς να σβήσουν το φάρο. Η μητέρα άνοιξε την πόρτα, μόλις χτύπησε το κουδούνι, και δύο γεροδεμένοι νεαροί με στολή μπήκαν μέσα. Κουβέντιασαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους και ύστερα προχώρησαν προς την κουζίνα.
«Φάε», είπε ο Ανδρόνικος στον Θαλή αλλά ο αυτός είχε κλείσει τα μάτια του και κρατούσε πεισματικά τα χέρια του σταυρωμένα. Ο ένας αστυνομικός τον πλησίασε κρατώντας μια κλήση, την άφησε στο τραπέζι μπροστά του και ακούμπησε το χέρι στην πλάτη του.
«Μικρέ, πήρες ένα πρόστιμο. Δεν πειράζει, πρώτη φορά είναι. Φάε τώρα τις φακές σου, αλλά να ξέρεις. Την επόμενη φορά που θα έρθουμε δεν θα μείνουμε στο πρόστιμο», είπε με πολύ απαλή φωνή και έπαιξε για λίγο τις χειροπέδες στα χέρια του.
«Ευχαριστώ που ήρθατε», είπε η μητέρα.
«Καθήκον μας», απάντησε ο αστυνομικός. «Μακάρι όλα τα προβλήματα να λύνονταν έτσι εύκολα».
Η μητέρα συνόδευσε τους αστυνομικούς μέχρι την πόρτα και ο Ανδρόνικος πήγε στο παράθυρο για να δει το περιπολικό που έφευγε παίρνοντας μαζί του τον απόκοσμο μπλε φωτισμό. Η μητέρα γύρισε στην κουζίνα, κάθισε δίπλα στο Θαλή, τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
«Άντε, τώρα», του είπε. «Ξεκίνα».
Ο Θαλής άπλωσε διστακτικά το χέρι του και έπιασε το κουτάλι.

***

Ο Θαλής έτρεχε μέσα στο δωμάτιο πηδώντας πάνω στα κρεβάτια και ανεμίζοντας τις κάλτσες του.
««Θα με σκάσεις σήμερα», είπε η μητέρα του. Έλα βρε παιδάκι μου, να βάλεις τις πυτζάμες σου να κοιμηθείς», προσπάθησε με ήπιο τόνο, αλλά ο Θαλής δεν φαινόταν να ακούει τίποτα.
«Πιάσε με, αν μπορείς», της είπε και στάθηκε πίσω από το γραφείο του, χρησιμοποιώντας το σαν ένα πρόχειρο εμπόδιο.
«Θαλή, μεγάλωσε πια. Δεν αντέχω άλλο τα παιχνίδια», είπε η μητέρα του.
Ο Θαλής έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα του και συνέχισε να στέκεται στο ίδιο σημείο, φορώντας μόνο τη φανέλα, το σλιπάκι του και τη μία του κάλτσα.
«Πιάσε με, πιάσε με, πια….». Η φράση του Θαλή κόπηκε στη μέση καθώς η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο πατέρας.
«Θα συνεχιστεί για πολύ αυτό;», είπε φανερά θυμωμένος.
«Ισίδωρε», είπε η μητέρα προσπαθώντας να προλάβει το κακό.
«Σε παρακαλώ», είπε ο πατέρας που παραμέρισε το απλωμένο χέρι της, προχώρησε και σταμάτησε μπροστά στο γραφείο του Θαλή.
«Βάλε τις πυτζάμες σου τώρα», είπε με δυνατή φωνή.
Ο Θαλής δεν κουνήθηκε.
«Είπα. Βάλε τις πυτζάμες σου και πέσε να κοιμηθείς».
«Ισίδωρε, θα το αναλάβω εγώ», είπε η μητέρα..
«Άσε με κι εσύ. Όλα τα χατίρια του κάνεις και κοίτα που καταντήσαμε».
«Ισιδωρε, είσαι εκνευρισμένος».
Ο Ισίδωρος δεν της έδωσε σημασία. Γύρισε απότομα και πήγε στην ντουλάπα.
«Ισίδωρε, όχι», είπε η Κλαίρη.
«Βάλε τις πυτζάμες σου, αλλιώς θα ανοίξω την ντουλάπα», είπε ο πατέρας πιάνοντας το χερούλι της μεταλλικής κατασκευής.
Ο Θαλής άρχισε να τρέμει, αν και το καλοριφέρ ήταν ρυθμισμένο σε υψηλή θερμοκρασία.
«Βάλε τις πυτζάμες σου νεαρέ», είπε ο Ισίδωρος και ξεκλείδωσε την πόρταΌ Θαλής είδε το παραμορφωμένο είδωλο του πατέρα του πάνω στο επιτιτανιωμένο φύλλο και τρόμαξε.
«Θέλεις να πας στον μπαμπούλα;»
Ο πατέρας ήταν έτοιμος να ανοίξει την πόρτα, όταν ακούστηκε αδύναμη η φωνή του Θαλή.
«Εντάξει, μπαμπά. Τις βάζω», είπε και με αργά βήματα πήγε στη βιβλιοθήκη του, μάζεψε τα πεταμένα ρούχα του και άρχισε να τα φοράει.
«Την επόμενη φορά δεν θα περιμένω τόσο πολύ», είπε ο πατέρας και βγήκε από το δωμάτιο χτυπώντας την πόρτα πίσω του.

***

Ο Θαλής είχε κουλουριαστεί στον μικρό χωρός κάτω από τη σκάλα και δεν τολμούσε να ξεμυτίσει. Έπαιζαν κρυφτό με τον Ανδρόνικο, όταν επέστρεψαν οι γονείς τους απροειδοποίητα. Ο αδελφός του είχε προλάβει να πάει στο δωμάτιο, αλλά αυτό δεν μπορούσε να ξεμυτίσει από εκεί που βρισκόταν χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ακούει και να περιμένει μια βολική στιγμή να το σκάσει.

«Ξέρεις, ανησυχώ λίγο με τον Θαλή», είπε η μητέρα του.
«Γιατί;»,απάντησε ο πατέρας
«Να ξέρεις…δεν είναι τόσο υπάκουος όσο ο Ανδρόνικος».
«Μπα, μην στενοχωριέσαι. Αυτός θα βγει καλύτερος».
«Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν τα μεγαλώνουμε σωστά», είπε η μητέρα του χαμηλόφωνα, λες και δεν ήθελε να την ακούσει ο άντρας της.
«Μια χαρά τα μεγαλώνουμε. Είδαμε και τα κατορθώματα των προηγούμενων με τις ιστορίες και τα παραμύθια τους. Τα κοίμιζαν και μετά έβγαιναν στην πραγματική ζωή και τα έτρωγαν τα ανθρώπινα θηρία».
«Μήπως παραείμαστε σκληροί. Στο κάτω-κάτω παιδιά είναι ακόμη».
«Παιδιά που θα γίνουν άντρες. Δεν είναι χρήσιμο να μεγαλώνουν σε έναν ψεύτικο κόσμο, όπου όλα είναι ωραία και καλά».
Η μητέρα το έμεινε σιωπηλή για λίγο.
«Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι κάποια μέρα μπορεί να χρειαστεί να ανοίξεις την ντουλάπα;», ρώτησε τον πατέρα του.
«Καλύτερα εγώ παρά κάποιος άλλος αργότερα. Οι εποχές είναι δύσκολες. Πρέπει να ξέρουν τι τους περιμένει».
«Μάλλον έχεις δίκιο», είπε. «Δεν είναι η ανατροφή τους που έχει το πρόβλημα».
«Αλλά;»
«Κάτι δεν πάει καλά με τον κόσμο που τους περιμένει», είπε η μητέρα.
Ο πατέρα τους δεν απάντησε. Μόλις οι γονείς του τελείωσαν το φαγητό, ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα και ο Θαλής μπόρεσε επιτέλους να βγει από τη κρυψώνα του. Ήξερε πια τι έπρεπε να κάνει.

***


Ο Θαλής κοίταξε με φόβο τη μεταλλική ντουλάπα. Δεν την είχε δει ποτέ ανοιγμένη, ούτε του είχαν πει ποτέ τι μπορεί να κρύβει. Άπλωσε το χέρι του, ξεκλείδωσε την πόρτα και το ξανατράβηξε απότομα, λες και κάποιο δηλητηριώδες φίδι ήταν έτοιμο να του ορμήσει. Έμεινε για λίγο διστακτικός. Αν ήθελε, μπορούσε να σταματήσει εκεί, να ξανακλειδώσει την ντουλάπα και να επιστρέψει στο γραφείο του με τα μαθήματα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έπιασε το χερούλι και το γύρισε πολύ αργά, σαν ταινία σε αργή κίνηση. Ακούστηκε ένα τρίξιμο, και το φύλλο άρχισε να ανοίγει καθώς ο Θαλής το τραβούσε ιδρωμένος προς τα έξω. Σκοτάδι. Αυτό ήταν το μόνο που έβλεπε. Δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό. Άκουγε, όμως, και μύριζε. Βόμβοι μηχανημάτων, σαπισμένα τρόφιμα, κορναρίσματα, μακρινές κραυγές, οσμές βενζίνης και ηλεκτροκόλλησης, ανακατεύονταν και του προκαλούσαν τρόμο. Τι ελπίδες είχε εκεί μέσα; Για πόσο καιρό θα έμενε στην ασφάλεια του σπιτιού του; Τι τον περίμενε τώρα που είχε μεγαλώσει; Ο Θαλής έριξε μια ματιά πίσω του, στα αγαπημένα του παιχνίδια, στις πολυφορεμένες πυτζάμες, στην ξεφτισμένη του μπάλα. Ύστερα, άρχισε να προχωράει με αργά βήματα, ένοιωσε τραχύ τσιμέντο κάτω από τα πόδια του και μπήκε μέσα στην ντουλάπα. Η πόρτα προς το παιδικό του δωμάτιο έκλεισε πίσω του με έναν κοφτό, μεταλλικό ήχο και ο Θαλής ήξερε ότι δεν θα άνοιγε ποτέ ξανά.


ΤΕΛΟΣ


Την επόμενη Κυριακή, άλλο ένα πάρα πολύ μικρό διήγημα φαντασίας για ένα «αποτυχημένο πείραμα».

Saturday, May 22, 2010

Ζωγραφιά

Υπάρχει κάτι που χάνουμε χωρίς να το αντιληφθούμε καιδεν πρόκειται να ξαναβρούμε ποτέ. Η παιδική αθωότητα. Πολλές φορές αισθανόμαστε ότι τα παιδιά ξέρουν περισσότερα πράγματα από αυτά που νομίζουμε. Το καταλαβαίνουμε από μια αθώα ερώτηση, μια αναπάντεχη παρατήρηση ή μια απλή…


Ζωγραφιά


Πέντε κοφτές κίτρινες γραμμές, η μία πάνω στην άλλη, έτοιμες να πέσουν σαν μικρό ντόμινο. Αυτά είναι σχεδόν όλα όσα θυμάμαι από τη ζωγραφιά της Ελένης. Είκοσι χρόνια δασκάλα, και η μόνη ζωγραφιά που ακόμα έχω στο σπίτι μου ήταν η τελευταία που έφτιαξε εκείνο το μικροσκοπικό κοριτσάκι, που στριφογύριζε σαν σβούρα και ποτέ δεν έκανε αυτό που του ζητούσα, εκτός αν το ήθελε η ίδια. Δεν είναι παρά μια σελίδα από ένα φτηνό μπλοκ ιχνογραφίας, αλλά τη φυλάω προσεκτικά μέσα στον κίτρινο φάκελο που την έβαλε η Ελενίτσα, χωρίς να μου την δείξει.

Καμία φορά, όταν έχουμε μαζευτεί σπίτι και έχουμε πιει αρκετά, κάνω το τεστ πατρότητας, όπως το λέω χαϊδευτικά.. Βγάζω τον μικρό φάκελο από το συρτάρι του κομοδίνου και ρωτάω με αθώο ύφος: Θέλει κανείς να μάθει πώς είναι ο Θεός;. Στην αρχή όλοι με κοιτούν καχύποπτα και ύστερα ξεσπούν σε γέλια, σχολιάζοντας την μικρή αντοχή μου στο κρασί. Όμως, όσο περνάει η ώρα και εγώ εξακολουθώ να κρατώ το φάκελο χωρίς να λέω τίποτα, κάνα δυο με πλησιάζουν και κάνουν την κρίσιμη ερώτηση. Τι έχεις εκεί μέσα;

Τότε τους λέω την ιστορία της Ελένης. Λίγο πολύ όλοι ξέρουν πώς είναι τα πράγματα στο σχολείο την ώρα των καλλιτεχνικών. Τους βάζουμε να σχεδιάσουν ένα σπιτάκι, μια θάλασσα, ή την οικογένειά τους και αυτά πασχίζουν όσο μπορούν να αντιγράψουν τη ζωγραφιά του βιβλίου ή του διπλανού τους, αν πιστεύουν ότι αυτός τα καταφέρνει καλύτερα. Ξέρω μερικούς συναδέλφους που διορθώνουν τις γραμμές και τα χρώματα που βάζουν τα παιδιά, λες και είναι μαθηματικά. Ευτυχώς, δεν πέρασαν από τα χέρια τους οι μεγάλοι ζωγράφοι, γιατί τώρα στα μουσεία θα βλέπαμε μόνο τετράγωνα σπιτάκια και κόκκινα ηλιοβασιλέματα.

Εγώ, πάλι, είμαι της άλλης σχολής. Του ελεύθερου σχεδίου. Ο καθένας όπως μπορεί και όσο μπορεί. Δεν μπορεί να γίνουν όλοι ζωγράφοι, τουλάχιστον να μην το κουβαλάνε μια ζωή μέσα τους. Θα μου πείτε, μήπως θα γίνουν όλοι μαθηματικοί ή φιλόλογοι; Τέλος πάντων, το θέμα μας είναι η Ελένη. Την πρώτη φορά που τους άφησα να ζωγραφίσουν ελεύθερα, μου έδωσε το μπλοκ ιχνογραφίας και έμεινα έκπληκτη. Ούτε σπιτάκια, ούτε δεντράκια, ούτε μικρά ανθρωπάκια που κρατούνται χέρι με χέρι. Για να πω την αλήθεια δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που έβλεπα, ίσως επειδή ακόμα πιστεύουμε ότι ξέρουμε περισσότερα για τον κόσμο απ’ ότι τα παιδιά, και έστριψα μερικές φορές το μπλοκ για να σιγουρευτώ ότι δεν το έβλεπα από λάθος γωνία. Τελικά, χαμογέλασα, χάιδεψα την Ελένη και της είπα: Πολύ ωραία σκάλα. Αυτή με κοίταξε με απορία και μου απάντησε. Δεν είναι σκάλα κυρία, είναι η έλικα της ζωής. Ευτυχώς ήταν χειμώνας και τα παιδιά δεν είδαν τις τρίχες στα χέρια μου να σηκώνονται.

Η έλικα της ζωής. Όταν συμπλήρωνα το μηχανογραφικό στις πανελλαδικές, τα πράγματα είχαν αγριέψει για τα καλά στην αγορά εργασίας και έτσι αντί να διαλέξω την ιατρική, που μου άρεσε, προτίμησα το παιδαγωγικό που ήταν σίγουρη δουλειά. Είχα διαβάσει, όμως, αρκετή βιολογία για να αναγνωρίσω την διπλή έλικα του DNA που είχε ζωγραφίσει η Ελενίτσα. Για να πω την αλήθεια, αν την έβλεπα σε ένα βιβλίο βιολογίας θα την καταλάβαινα αμέσως, αλλά τώρα έτυχε να είμαι στην πρώτη δημοτικού και δεν μπόρεσα να κάνω τη σύνδεση. Πήρα, βέβαια, τη ζωγραφιά σπίτι και τη συνέκρινα με το πραγματικό μοντέλο. Δικαίως, είχα ανατριχιάσει, αφού ταίριαζε κατά ενενήντα εννιά τοις εκατό.

Την επόμενη εβδομάδα είχαμε πάλι καλλιτεχνικά. Τους έβαλα ελεύθερο σχέδιο και στα μισά της ώρας δεν άντεξα και πλησίασα στο θρανίο της Ελένης. Την είδα απόλυτα προσηλωμένη να προσπαθεί να ελέγξει το χέρι της και την ρώτησα. «Τι φτιάχνεις σήμερα Ελενίτσα». Σήκωσε το κεφάλι της, παραμέρισε μια μικρή μπούκλα που έπεφτε στα μάτια της, με κοίταξε χαριτωμένα και είπε με θλίψη. «Αυτό που θα καταστρέψει τη Γη». Περιττό να σας πω ότι πέρασα την υπόλοιπη ώρα σε αναμμένα κάρβουνα και μόλις χτύπησε το κουδούνι σχεδόν έτρεξα μέχρι την Ελένη για να δω τη ζωγραφιά της.

Ένα τσαμπί με σταφύλια. Υπό φυσιολογικές συνθήκες αυτό θα έβλεπε μια δασκάλα στο μπλοκ της Ελένης. Αλλά η Ελένη την προηγούμενη εβδομάδα είχε ζωγραφίσει μια διπλή έλικα DNA. Έτσι πήρα τη ζωγραφιά με τις δεκάδες μπλε και κόκκινες σφαίρες που ήταν κολλημένες η μία πάνω στην άλλη και πέρασα το απόγευμα μαζί της. Μετά από δύο ώρες σχεδόν είχα αποφασίσει ότι Ελένη, απλώς είχε ζωγραφίσει ένα μάτσο βώλους, αλλά για κακή μου τύχη κάθησα και τους μέτρησα. Ενενήντα δύο κόκκινοι και εκατόν σαράντα έξι μπλε βώλοι. Εντάξει, για εσάς μπορεί να μη λέει τίποτα, αλλά για μια υποψήφια της θετικής κατεύθυνσης ήταν ένας πολύ πετυχημένος πυρήνας ουρανίου, του υλικού των πυρηνικών όπλων.

Όπως, καταλαβαίνετε, την επόμενη εβδομάδα ήταν αδύνατον να μην βάλω ελεύθερο σχέδιο και να μην ρωτήσω την Ελένη τι ζωγράφιζε. «Ζωγραφίζω τον Θεό», μου είπε πολύ σοβαρά καθώς άφησε το κίτρινο μολύβι για να πιάσει ένα κόκκινο με πολύ λεπτή μύτη. Δεν άντεξα και της είπα ότι κανείς δεν ξέρει πώς είναι ο Θεός. «Σε μισή ώρα θα ξέρει», απάντησε η Ελενίτσα και τράβηξε αποφασιστικά μια σπειροειδή κόκκινη γραμμή.

Τότε δεν ήξερα αν έπραξα σωστά, αλλά από τις αντιδράσεις όλων των φίλων μου καταλαβαίνω ότι έκανα ότι θα έκανε ο καθένας. Λίγο πριν τελειώσει η ώρα, πήγα γρήγορα στο γραφείο του διευθυντή, πήρα έναν άδειο κίτρινο φάκελο και, μόλις χτύπησε το κουδούνι, τον έδωσα στην Ελένη και της είπα να βάλει μέσα τη ζωγραφιά της. Από τότε τον φυλάω στο συρτάρι της βιβλιοθήκης και τον βγάζω μόνο όταν έχουμε γιορτή και υπάρχουν καινούρια πρόσωπα στην παρέα. Μόλις ακούσουν την ιστορία κάποιοι πλησιάζουν προσεκτικά τον φάκελο και μερικοί τον παίρνουν στα χέρια τους. Ίσως σκέφτονται ότι είναι ένα παιχνίδι της οικοδέσποινας, ίσως νομίζουν ότι προσπαθούμε να γελάσουμε μαζί τους, ίσως, πάλι, να σκέφτονται αυτό ακριβώς που σκέφτηκα κι εγώ όταν έπιασα στα χέρια μου την ζωγραφιά της Ελένης και ρώτησα τον εαυτό μου αν θέλω να μάθω πώς είναι ο Θεός: Προς το παρόν, όχι. Και σε λίγο μου επιστρέφουν τον φάκελο, κλειστό όπως τον πήραν.

Αν πάλι εσείς πιστεύετε ότι είσαστε έτοιμοι δεν έχετε παρά να έρθετε σε μία από τις γιορτές μου και να ανοίξετε τον κίτρινο φάκελο. Πρέπει, όμως, να σας προειδοποιήσω. Μπορεί να μην είδα τη ζωγραφιά της Ελενίτσας, αλλά ξέρω ότι μετά το κόκκινο χρώμα, έπιασε έναν παχύ μαύρο μαρκαδόρο. Αμέσως έκλεισα τα μάτια μου και απομακρύνθηκα. Όταν την ξανακοίταξα είχε πια αφήσει τον μαρκαδόρο και έτσι δεν έμαθα ποτέ για πόση ώρα τον κράτησε στα χέρια της.


ΤΕΛΟΣ



Την επόμενη Κυριακή θα δούμε πώς μεγαλώνουν σωστά ένα παιδί και τι μπορεί να κρύβει «η ντουλάπα» του.

Saturday, May 15, 2010

Αποδείξεις


Το διαδίκτυο είναι περίφημο εργαλείο, αλλά παραδοσιακά πάσχει στα θέματα ασφάλειας. Όλο και αυξάνουν οι κωδικοί που πρέπει να απομνημονεύσουμε και οι διαδικασίες πιστοποίησης που πρέπει να περάσουμε για να συνδεθούμε με συγκεκριμένους ιστοχώρους. Ένα παρόμοιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και ο ήρωας του σημερινού διηγήματος που, λόγω επαγγέλματος, καλείται να δώσει συνεχώς…..


Αποδείξεις


Μπορείς να αποδείξεις ότι είσαι άνθρωπος; Είμαι σίγουρος ότι όλοι το θεωρούν αυτονόητο, αλλά αν το σκεφτείς λίγη ώρα θα αρχίσεις να ανησυχείς σχετικά με τον απάντηση που θα δώσεις. Έχω ένα γνωστό βιολόγο που ισχυρίζεται ότι το γενετικό μας υλικό διαφέρει μόλις 1% από αυτό των χιμπατζήδων. Είναι ποτέ δυνατόν να μας κάνει ανθρώπους το ένα εκατοστό του DNA μας; Τότε είχα γελάσει, αλλά καθώς βρίσκομαι για πέμπτη φορά μπροστά σε αυτός τους παραμορφωμένους χαρακτήρες που πρέπει να αντιγράψω πιστά, για να αποδείξω ότι είμαι άνθρωπος, έχω αλλάξει άποψη σχετικά με το θέμα.

Είμαι περίεργος ποιος σκέφτηκε αυτό το σύστημα πιστοποίησης ανθρώπων; Ξέρω ότι μια μηχανή αναζήτησης δεν μπορεί να αναγνωρίσει και να αντιγράψει αυτά τα στρεβλά γράμματα που εμφανίζονται στο τέλος της δημιουργίας των λογαριασμών, και έτσι οι υπεύθυνοι γλιτώνουν από τα εκατομμύρια μποτ που σαρώνουν το δίκτυο και δημιουργούν ψευδολογαριασμούς με κακόβουλη χρήση. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο εμπιστεύονται τη χρήση που θα κάνουν οι πραγματικοί άνθρωποι, δηλαδή αυτοί με το DNA του χιμπατζή. Εκτός του ένα τοις εκατό, για να είμαστε ακριβείς.

Αν και με τον βιολογικό ορισμό είμαι άνθρωπος, για αυτόν τον λογαριασμό ταλαιπωρήθηκα περισσότερο από συνήθως. Σχεδόν πάντα αντιγράφω τα γράμματα με την πρώτη, αλλά τώρα είναι η πέμπτη φορά που δοκιμάζω μετά από τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες. Ίσως έπεσα σε μια άσχημη στιγμή της ρουτίνας που παράγει υπερβολικά δυσανάγνωστους χαρακτήρες, ίσως απλά φταίει που είναι το τέλος της ημέρας και εγώ από το πρωί φτιάχνω λογαριασμούς. Πάντως, τώρα μεγέθυνα την εικόνα και πληκτρολόγησα πολύ προσεκτικά τη διαδοχή γραμμάτων που είδα. Βιάζομαι λίγο και δεν θέλω να αφήσω τις εξελίξεις να με ξεπεράσουν.

Ευτυχώς, τα κατάφερα. Πέρασα το ανθρωπο-τεστ και έχω έναν ακόμα λογαριασμό για να παίξω στα χρηματιστηριακά παράγωγα. Η εταιρεία μού έδωσε συγκεκριμένες προθεσμίες για τις αγοραπωλησίες που πρέπει να κάνω και, όπως τα βλέπω, μόλις που προλαβαίνω να τις πραγματοποιήσω. Θεωρητικά δεν γνωρίζω τι είναι αυτό που κάνω, αλλά λίγο-πολύ όλοι στην πιάτσα ξέρουμε. Αν όλα πάνε καλά, με τις συναλλαγές που πραγματοποιούν καμία εκατοστάρια τύποι σαν εμένα, μια μικρή χώρα θα χρεοκοπήσει, θα κηρύξει στάση πληρωμών και τα αφεντικά μας, που έχουν τζογάρει πολλά λεφτά σε αυτήν την πιθανότητα, θα τα κονομήσουν χοντρά. Όσο πιο πολλά τα κέρδη τους, τόσο πιο μεγάλο και το δικό μας μερίδιο.

Δύσκολη δουλειά με μεγάλο ρίσκο, αν σε ανακαλύψουν, αλλά αφήνει και πολλά στην τσέπη. Μια φορά το είχα εξηγήσει πρόχειρα στη γυναίκα μου, αλλά άρχισε να με βρίζει λέγοντας ότι βγάζω λεφτά από τον πόνο των άλλων. Κάτι είπε για πείνα, δυστυχία, αδικία, αλλά εγώ είχα κλείσει τα αυτιά μου. Καλώς ήρθατε στην πραγματικότητα. Εντάξει, ξέρω ότι εξαιτίας μου θα μείνουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χωρίς δουλειά, χωρίς ασφάλιση και ,ίσως, χωρίς φαγητό. Καλύτερα αυτοί παρά εγώ. Το κακό είναι ότι πολλοί δεν καταλαβαίνουν πως δουλεύει το οικονομικό σύστημα και νομίζουν ότι όλα εξαρτώνται από το πόσο σκληρά δουλεύουν. Ας κάτσουν κάποτε δίπλα μου να δουν πως φτιάχνω και σβήνω λογαριασμούς και θα σταματήσουν να δουλεύουν την επόμενη μέρα.

Τέλος πάντων, δεν μπορείς να τους σώσεις όλους. Τελείωσα με αυτήν την αγορά και μου έχει μείνει μόνο μια πώληση για να ολοκληρώσω το δικό μου κομμάτι της επιχείρησης. Άλλη μια σύνδεση μέσω τρίτου υπολογιστή, άλλη μια παραποιημένη ταυτότητα, άλλος ένα ψευδολογαριασμός. Αυτά είναι εύκολα, αλλά, δυστυχώς, υπάρχει και το κομμάτι που δεν μπορώ να αποφύγω. Πρέπει, για άλλη μια φορά, να δω μπροστά μου τα παραμορφωμένα γράμματα, να καταφέρω να τα διαβάσω και να τα πληκτρολογήσω σωστά. Πρέπει, για άλλη μια φορά, να αποδείξω ότι είμαι άνθρωπος.


ΤΕΛΟΣ


Την επόμενη Κυριακή θα κάνουμε άλλο ένα μικρό βήμα στο δρόμο της φαντασίας, για να αναρωτηθούμε τι μπορεί να κρύβει μια αθώα παιδική «ζωγραφιά»

Sunday, May 9, 2010

Ο κύβος και η ζυγαριά


Το σημερινό διήγημα εγκαινιάζει μια σειρά διηγημάτων όπου η επιστήμη παραχωρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη φαντασία, για να δικαιολογηθεί και το δεύτερο συνθετικό αυτής της λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα ίσως κάποιοι θεωρήσουν ότι η ιστορία που ακολουθεί δεν ανήκει καν στη λογοτεχνία του φανταστικού, αφού όλα στηρίζονται στο τι είναι για τον αναγνώστη……


Ο κύβος και η ζυγαριά


Ο Μιχάλης κρατάει στα χέρια του τον κυβάκο του. Είναι ένας ωραίος κύβος με στρογγυλεμένες άκρες. Σήμερα τον αισθάνεται βαρύ, λες και είναι από μόλυβδο. Άλλες μέρες τον νοιώθει ελαφρύ σαν φτερό. Ο Μιχάλης, κάθε βράδυ, βλέπει το όνειρο με τη ζυγαριά και τον κύβο. Όταν ξυπνάει, λίγο πριν ξημερώσει, βγάζει τον μικρό κύβο από το συρτάρι της βιβλιοθήκης του, τον αφήνει πάνω στο ξύλινο γραφείο του και τον κοιτάζει με το ίδιο δέος, που τον κοίταξε όταν τον έπιασε στα χέρια του για πρώτη φορά. Ο Μιχάλης δεν ξέρει πολλά πράγματα από υλικά. Ο κύβος μπορεί να είναι φτιαγμένος από κάποιο εξωγήινο μέταλλο, από κάποιο προηγμένο υλικό νέας τεχνολογίας ή απλά από ένα κράμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Γης. Δεν το έψαξε ποτέ γιατί δεν τον ενδιαφέρει το υλικό του κύβου, αλλά τι βρίσκεται μέσα σε αυτόν. Ο Μιχάλης, κάθε πρωί, αφουγκράζεται τον κύβο. Μερικές φορές ακούει έναν ρυθμικό χτύπο, και φαντάζεται διάφορα πράγματα. Την καρδιά ενός θεού να χτυπά., μια πύλη για τα άστρα να ανοίγει ή την πηγή της αθανασίας να ξεπηδά μέσα από τον μικρό του κύβο. Τις περισσότερες φορές δεν ακούει τίποτε και τότε καταλαβαίνει ότι μόνο όταν τον ανοίξει θα μάθει την αλήθεια. Ύστερα, παίρνει τον κύβο, τον βάζει στην τσάντα του, ντύνεται και ξεκινάει για τη δουλειά.

Ο Μιχάλης ξέρει πώς ανοίγει ο κύβος. Ή τουλάχιστον, πιστεύει ότι ο μικρός, μεταλλικός σύρτης στο πάνω μέρος του δεν θα είναι δύσκολο να τραβηχτεί. Πολλές φορές, καθώς πηγαίνει στη δουλειά του, έχει φανταστεί το πρωινό, που θα απλώσει το χέρι του, θα πιάσει το σύρτη και θα τον μετακινήσει απαλά, και, τότε, μια μικρή ανατριχίλα τον διαπερνά. Στο μετρό κάθεται πάντα στις τελευταίες θέσεις του βαγονιού, ή στέκεται όρθιος αν δεν υπάρχει ελεύθερο κάθισμα. Ακουμπά την πλάτη του στο τοίχωμα, αφήνει απαλά την τσάντα του στο δάπεδο και σφίγγει τα δόντια του. Ο Μιχάλης δεν το έχει πει σε κανέναν, αλλά όσες φορές θέλησε να ανοίξει τον κύβο, άλλες τόσες σκέφτηκε να τον αφήσει, μαζί με την μαύρη τσάντα του, μέσα σε ένα βαγόνι. Μόλις το μετρό φτάσει στην στάση του, ο Μιχάλης, όπως κάθε φορά, πιάνει σφιχτά την τσάντα του και βγαίνει από το συρμό, περπατώντας σκυφτός μέσα στο πλήθος.

Ο Μιχάλης περπατάει δέκα περίπου λεπτά για να πάει στη δουλειά του. Στο δρόμο σκέφτεται ρομαντικά ραντεβού σε μικρά μπαράκια, ξενύχτια με κιθάρες στην παραλία, ασυγκράτητα γέλια γύρω από ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι και κλάματα πάνω από την κούνια ενός μωρού. Πράγματα που δεν θα ζήσει ποτέ. Από το μυαλό του περνάνε φιγούρες ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι φίλοι του, κολλητοί του, σύντροφοί του, γυναίκες του, παιδιά του. Είναι αέρινες, διάφανες, χωρίς υπόσταση. Κάποτε ήταν κανονικοί άνθρωποι, αλλά ο Μιχάλης, τότε, έψαχνε για το θησαυρό του. Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, δεν είχε χρόνο για να διασκεδάσει, δεν προλάβαινε να χαρεί ή να στενοχωρηθεί μαζί τους. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η αναζήτησή του. Ο Μιχάλης παλιά πίστευε ότι ο κόσμος έχει φτιαχτεί μόνο και μόνο για να ανακαλύψει το θησαυρό του. Και ακόμα δεν είναι σίγουρος, ότι έκανε λάθος.

Ο Μιχάλης κάνει μηχανικά τη δουλειά του. Την έχει μάθει πια καλά μετά από τόσα χρόνια. Ξέρει που να βάλει κάθε χαρτί, που να ψάξει για να βρει αυτό που χρειάζεται, που πρέπει να μπουν οι υπογραφές και οι σφραγίδες. Το μνημονικό του είναι άριστο. Όταν είχε ανακαλύψει τον χάρτη, που έδειχνε το θησαυρό, είχε μείνει μια ολόκληρη μέρα κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του. Τον κοίταζε, ύστερα τον έκρυβε και τον σχεδίαζε όπως τον θυμόταν. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι τον απομνημόνευσε στην εντέλεια, άναψε ένα σπίρτο και το πλησίασε στο κιτρινισμένο χαρτί. Δεν κράτησε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Τουλάχιστον αυτό θυμάται, αν και, τώρα τελευταία, δεν είναι σίγουρος. Ίσως φταίει ότι μεγάλωσε, ίσως απλά να ωριμάζει, αλλά πολλές φορές πιάνει τον εαυτό του να αναρωτιέται αν πραγματικά υπήρξε αυτός ο χάρτης. Μήπως απλώς τον είχε επινοήσει εκ των υστέρων για να δικαιολογήσει τις ατελείωτες ώρες που αφιέρωσε για να βρει το θησαυρό του; Μήπως το μυαλό του θέλησε να τον προστατέψει και τον έπεισε ότι μια κρύα νύχτα του χειμώνα, που σκάλιζε μερικούς σωρούς χαρτιών στη σοφίτα του παππού του, κατά τύχη βρήκε έναν κρυμμένο χάρτη που έδειχνε το πολυτιμότερο πράγμα που υπήρχε στον κόσμο; Και αμέσως μετά, ο Μιχάλης αναρωτιέται, αν υπάρχει ο ίδιος ο θησαυρός. Τότε απλώνει το χέρι του, χαϊδεύει την τσάντα του και αισθάνεται το συμμετρικό, κυβικό εξόγκωμα στη θήκη της. Μικρό, σκληρό και με απροσδιόριστο βάρος. Όπως ακριβώς στο όνειρο με τη ζυγαριά.

Ο Μιχάλης δουλεύει ασταμάτητα μέχρι το μεσημέρι. Τότε κάνει ένα διάλειμμα και πηγαίνει στη μικρή καντίνα του κτιρίου. Αγοράζει ένα σάντουιτς και στιγμιαίο καφέ, κάθεται στη μοναδική καρέκλα του γωνιακού τραπεζιού και σκέφτεται τον κυβάκο του. Ίσως να φταίει ο κακός εξαερισμός ή η καθημερινή ρουτίνα, που σωριάζεται σαν σκόνη πάνω στην ψυχή του, αλλά οι σκέψεις του πηγαίνουν πάντα στο ίδιο σκοτεινό σημείο. Μήπως ο ρυθμικός χτύπος, που ακούει τα πρωινά, όταν πλησιάζει το αυτί του στον κύβο, δεν είναι παρά ένα χρυσό ελβετικό ρολόι που δουλεύει ακόμα, ή μια καλοκουρδισμένη συσκευή κάποιου άγνωστου εφευρέτη; Μήπως ο θησαυρός που κρύβει ο κύβος μέσα του, δεν είναι τελικά τόσο πολύτιμος;
Ο Μιχάλης γυρίζει από τη δουλειά με το μετρό, αλλά κατεβαίνει πάντα μία στάση νωρίτερα. Θέλει να περπατήσει λίγο περισσότερο, να χωνέψει την ημέρα σαν ένα φαγητό που μπορεί να του πέσει ασήκωτο αν το μεταφέρει στο σπίτι του, χωρίς να το αφομοιώσει. Ακολουθεί πάντα το ίδιο δρομολόγιο, δεν του αρέσουν οι αλλαγές. Ίσως αυτό τον κράτησε και συνέχισε τις προσπάθειές του παρά τις συνεχείς αποτυχίες. Άνοιξε λάκκους, βρίσκοντας μόνο πέτρες και σκουλήκια, έφτασε μπροστά σε συμπαγή βράχο, που ήταν αδύνατο να διαπεράσει, γκρέμισε τοίχους και στέγες, χωρίς να ανακαλύψει τίποτε, αλλά δεν τα παράτησε. Κάθε φορά, έφερνε το χάρτη στο μυαλό του και προσπαθούσε να καταλάβει που είχε κάνει λάθος. Και κάθε φορά το έβρισκε, μόνο και μόνο για να φτάσει μπροστά σε ένα ακόμα αδιέξοδο. Μέχρι τη μέρα που βρήκε εκείνο τον μικρό, μεταλλικό κύβο, τον κυβάκο του. Τον είχε πιάσει στα χέρια του και τον κοίταζε, όταν είδε τον σύρτη. Άπλωσε το χέρι του και, τότε, σκέφτηκε τι του είχε κοστίσει αυτός ο θησαυρός. Το χρόνο, τους ανθρώπους, τις εμπειρίες, τη ζωή, και δίστασε. Κι αυτός ο δισταγμός χύθηκε μέσα του σαν ανεξίτηλη μπογιά που τίποτε πια δεν μπορεί να την σβήσει.

Ο Μιχάλης φτάνει σπίτι το απόγευμα, πολύ κουρασμένος. Δεν ξέρει αν είναι η μέρα ή η ζωή, που τον βαραίνει τόσο πολύ. Τρώει κάτι πρόχειρο και ύστερα βγάζει τον κυβάκο του και τον τοποθετεί πάλι πάνω στο γραφείο του. Ο Μιχάλης δεν κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ξέρει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν έναν τέτοιον κυβάκο. Κάτι που είναι για αυτούς τόσο πολύτιμο, που αν τους το πάρεις θα κλαίνε και θα γελάνε ταυτόχρονα, επειδή τους αφαίρεσες αυτό το φορτίο. Μόνο που αυτοί έχουν το περιεχόμενο του κύβου μπροστά τους, και μπορούν να δουν τι είναι αυτό που αναζητούσαν μέχρι σήμερα, αν άξιζαν τον κόπο οι θυσίες που έκαναν για να το αποκτήσουν. Και το σημαντικότερο, μπορούν, αν θέλουν, να ψάξουν για έναν καινούριο κύβο, αν και ο Μιχάλης δεν ξέρει κανέναν που να το έκανε ποτέ αυτό. Ο Μιχάλης αφουγκράζεται τον κύβο του και, όπως κάθε βράδυ, φοβάται ότι ο ρυθμικός χτύπος, που ακούει, είναι μια ψευδαίσθηση, όπως ο ήχος της θάλασσας όταν βάζεις ένα κοχύλι στο αυτί σου. Ο Μιχάλης ξέρει ότι ούτε σήμερα θα ανοίξει τον κύβο. Φοβάται τι θα βρει, ή μάλλον, φοβάται αυτό που δεν θα βρει.

Κάθε βράδυ, ο Μιχάλης βάζει τον κύβο του μέσα στο συρτάρι τη βιβλιοθήκης και ξαπλώνει να κοιμηθεί. Προσπαθεί να κάνει ευχάριστες σκέψεις, αλλά στο τέλος πάντα ονειρεύεται τη ζυγαριά. Στην μία πλευρά της έχει μία ολόκληρη ζωή, γεμάτη έρωτες, γέλια, χαρές, λύπες, επιτυχίες και αποτυχίες. Και στην άλλη έχει τον κυβάκο του. Στην αρχή την βλέπει να παλαντζάρει, πότε λίγο αριστερά, πότε λίγο δεξιά, αλλά το πρωί που ξυπνά, ποτέ δεν θυμάται προς ποια πλευρά έγειρε.

ΤΕΛΟΣ


Την επόμενη Κυριακή, ο ήρωας της ιστορίας θα βρεθεί σε μια ιδιόμορφη θέση όπου για να κάνει την δουλειά του πρέπει να δώσει τις απαραίτητες «αποδείξεις».

Saturday, May 1, 2010

Σήμερα τελειώνει και η ενότητα της επιστήμης, όπως πάντα με ένα πάρα πολύ μικρό διήγημα. Ξεχάσατε ανοιχτό το θερμοσίφωνα; Σας χύθηκε ο καφές; Γκρεμίσατε το βάζο; Μικρό το κακό. Δεν είναι, όμως, πάντα έτσι τα πράγματα. Μερικές φορές είναι αδύνατο να διορθώσεις αυτό που προκάλεσε μια στιγμιαία…..


Απροσεξία


Διαρροή DNA; Πάλι θα γεμίσουμε ανθρώπους!


Τέλος



Από την επόμενη εβδομάδα θα ξεκινήσει μια ενότητα για το κομμάτι της Φαντασίας. Θα μάθουμε για τον Μιχάλη και πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν στη ζωή του «Ο κύβος και η ζυγαριά».