Saturday, March 27, 2010

Το Μάτι

Αν αναλογιστείς το πραγματικό μέγεθος του σύμπαντος είναι πολύ πιθανό να νοιώσεις ίλιγγο. Ειδικά, αν συνειδητοποιήσεις ότι ζούμε πάνω σε έναν μικρό κόκκο σκόνης που περιφέρεται μέσα στην απεραντοσύνη. Φυσικά, έτσι αντιλαμβάνεσαι καλύτερα και το μέτρο των προβλημάτων σου. Όπως λένε, τα πράγματα δείχνουν εντελώς διαφορετικά όταν αλλάξεις οπτική γωνία. Στο σημερινό διήγημα θα κοιτάξουμε τη Γη μας όπως τη βλέπει …..


Το Μάτι


Όταν παίζεις κρυφτό με ένα μικρό παιδάκι, συνήθως σκέφτεσαι την παιδική σου αθωότητα. Δυστυχώς, εμένα το μόνο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου, σήμερα που έφερα τον ανιψιό μου στην εξοχή, είναι η στιγμή που έκλεισε για πρώτη φορά το Μάτι. Ήταν 20:35 am, ώρα Γκρήνουιτς. Κάποιοι κοιμόντουσαν αγκαλιασμένοι κάτω από ζεστά σκεπάσματα, κάποιοι κρατούσαν σφιχτά στα χέρια του κούπες με αχνιστό καφέ, κάποιοι έβλεπαν τον ουρανό να αποκτά ένα μικρό μαύρο μπάλωμα. Εγώ βρισκόμουν μόνος μου σε ένα μικρό γραφείο του τμήματος Φυσικής, μπροστά σε έναν παμπάλαιο υπολογιστή και πάλευα με το φυλλάδιο του συνεδρίου. Όσο σκέφτομαι ότι εκείνη τη στιγμή προσπαθούσα να καταλάβω πώς μπορώ να έχω στην οθόνη ταυτόχρονα δύο σελίδες κειμένου, ντρέπομαι για τον εαυτό μου. Δεν πήρα χαμπάρι τίποτε, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι άνθρωποι.
Την επόμενη μέρα, διάβασα στα πεταχτά στο διαδίκτυο για το σκοτεινό νεφέλωμα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Η αστρονομία δεν ήταν ποτέ ο αγαπημένος μου κλάδος. Εμένα με ενδιέφερε η κβαντική, και παρά τις αντιρρήσεις των γονιών μου, προτιμούσα να περάσω μια ολόκληρη μέρα σκαλίζοντας τα γραπτά του Bohr, παρά να βγω για έναν καφέ με τους φίλους μου. Ίσως γι’ αυτό δεν ξέρω πολλά πράγματα για τους καφέδες. Ούτε και για τους φίλους.
Πρέπει να πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να ξανακλείσει το Μάτι. Το συνέδριο είχε φτάσει στην τελευταία του ημέρα, εγώ τα είχα πάει καλά με την ομιλία, πήρα αρκετά χειροκροτήματα, μίλησα με εκλεκτούς συναδέλφους για το νέο ρεύμα κβαντικού ιδεαλισμού και μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο αίθριο του ξενοδοχείου για να θαυμάσουμε τον ξάστερο ουρανό. Όλοι έμειναν άναυδοι μόλις έκλεισαν τον κεντρικό φωτισμό και μας άφησαν στο σκοτάδι με τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίζουν. Μέτρησα τουλάχιστον είκοσι ανοιχτά στόματα. Μόνο, όμως, ένα είπε τη φράση που πρέπει να ακούστηκε εκατομμύρια φορές εκείνη τη νύχτα. «Πώς το κάνουν αυτό το εφέ με τα μαύρα κομμάτια;».
Όπως μάθαμε όλοι σύντομα, τα κενά, που είχαν γεμίσει τον νυχτερινό ουρανό σαν μεγάλες σταγόνες μελάνι, δεν ήταν εφέ. Τα άστρα εξαφανίζονταν κατά δεκάδες, χωρίς κανείς να μπορεί να δώσει μια λογική εξήγηση. Υπήρχε βέβαια μια σωρεία ερμηνειών, που μιλούσαν για νεφελώματα, μαύρες τρύπες, βαρυτικούς φακούς και άλλα πράγματα που σχεδόν κανείς δεν είχε ξανακούσει, αλλά μετά από χρόνια στην έρευνα μπορούσα να καταλάβω ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε.
Αυτό, όμως, που έμαθα καλά τους επόμενους μήνες ήταν ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνηθίσουν τα πάντα. Ακόμα και όταν εξαφανίστηκε ο Κρόνος, ελάχιστοι ένοιωσαν πραγματικά να απειλείται η καθημερινότητά τους. Κακά τα ψέματα, άλλωστε, τι είναι στ’ αλήθεια ο Κρόνος για τους περισσότερους. Μια εντυπωσιακή φωτογραφία στην οθόνη ενός υπολογιστή ή ένα ασήμαντο άσπρο σημάδι στον ουρανό που δεν φαίνεται καλά ούτε με τηλεσκόπιο. Έτσι, οι περισσότεροι διάβασαν στην εφημερίδα για την απώλεια του πλανήτη και από την επόμενη μέρα συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους.
Οι μόνοι που τα χρειάστηκαν ήταν οι κοσμολόγοι. Ξαφνικά, όλες οι θεωρίες τους κατέρρευσαν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Μαζεύονταν σε συνέδρια, γέμιζαν τα παράθυρα της τηλεόρασης, αρθρογραφούσαν σε περιοδικά ποικίλης ύλης, αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ήταν θλιβερό να βλέπεις διάσημους φυσικούς και επιφανείς επιστήμονες, που μέχρι τότε κρύβονταν με ασφάλεια πίσω από κλίμακες ετών φωτός και θεωρίες για μεγάλες εκρήξεις, να πασχίζουν να αποδείξουν ότι τα είχαν προβλέψει όλα, αλλά απλώς κανείς δεν τους είχε καταλάβει.
Αντίθτα, αυτοί που κυκλοφορούσαν σαν παγώνια ήταν οι φυσικοί στοιχειωδών σωματιδίων. Ανάμεσά τους κι εγώ. Εξοικειωμένοι, όπως ήμασταν, με την επίδραση του παρατηρητή στα πειράματά μας, έχοντας δει σωματίδια να εμφανίζονται μόλις τα παρατηρούσες, και άλλα να χάνονται για πάντα όταν σταματούσες να τα καταγράφεις, πολύ σύντομα ήταν έτοιμος ο όρος που θα διαδιδόταν σαν τσουνάμι μέσα στη λαϊκή κουλτούρα. Άλλοι θα το έλεγαν Θεό, άλλοι υπερόν, άλλοι εξωδιαστατικό παρατηρητή, αλλά εμείς το είπαμε το Μάτι. Και την επόμενη φορά που έκλεισε, ανατρίχιασε ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Στέκομαι, τώρα στην άκρη του υψώματος, παρέα με τον μικρό μου ανιψιό, που τσιρίζει ότι κλέβω και γι’ αυτό τον βρίσκω όταν κρύβεται, και κοιτάζω μια ιτιά που ισορροπεί λες και ετοιμάζεται να πέσει στο κενό. Το σφύριγμα του αέρα, ο ανοιχτός ορίζοντας και ο καταγάλανος ουρανός μου δίνουν την αίσθηση ότι είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο. Κλείνω τα βλέφαρα μου για να μετρήσω μέχρι το εκατό, και σκέφτομαι το ερώτημα που τόσο βασάνισε τους φιλοσόφους. Εξακολουθεί να υπάρχει ο κόσμος; Η θάλασσα, ο άνεμος, η ιτιά, είναι ακόμα γύρω μου ή χάνονται για πάντα μαζί με εμένα. Υπάρχει ένα αντικειμενικό σύμπαν ή όλα είναι δημιούργημα της συνείδησης των έμβιων όντων; Αν χαθεί και ο τελευταίος άνθρωπος, τι θα απογίνει η πραγματικότητα; Μήπως θα χαθεί μαζί του;.
Δυστυχώς, τώρα που ξέρουμε την απάντηση σε αυτό το ακανθώδες ερώτημα, είναι κάπως αργά για να μας παρηγορήσει. Κάπου εκεί έξω, πέρα από τον κόσμο μας, κάθεται ο παρατηρητής μας. Το Μάτι. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι είναι ματαιοπονία να προσπαθούμε να συλλάβουμε τη μορφή του και τα αισθητήρια όργανα που έχει. Έτσι, εγώ προτιμώ να τον φαντάζομαι σαν ένα μικρό παιδάκι, που βρίσκεται σε μια διπλανή διάσταση και μας έβλεπε σαν ένα υπέροχο παιχνίδι. Για κακή μας τύχη, απ’ ότι φαίνεται άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του για εμάς. .Ίσως ανακάλυψε κάποιο γειτονικό σύμπαν και ασχολείται όλο και λιγότερο με μαζί μας. Το βλέμμα του πέφτει όλο και συχνότερα αλλού, το Μάτι κλείνει, ότι και αν σημαίνει αυτό, και μαζί του χάνονται κομμάτια του σύμπαντος. Δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό που το προσελκύει. Τι έχει ο γαλαξίας μας που δεν είχαν οι άλλοι; Τι έχει ο Δίας που δεν είχε ο Κρόνος; Τι έχει η Γη που δεν είχε η Σελήνη;
Το καταπληκτικό ήταν ότι, μόλις χάσαμε το φεγγάρι μας, σταμάτησαν αμέσως και όλοι οι πόλεμοι. Αν το ήξεραν αυτό οι ακτιβιστές, σίγουρα θα είχαν βρει κάποιον τρόπο να το καμουφλάρουν, αντί να στέκονται μπροστά στα τανκ ή να μαζεύονται σε πορείες προς τις πρεσβείες. Σταμάτησαν, βέβαια, και οι παλίρροιες, αλλά δεν σώθηκαν τόσο πολλοί άνθρωποι από αυτό. Το σίγουρο είναι ότι οι στρατιώτες κατάλαβαν μέσα σε μια ημέρα πως δεν έχουν πολύ χρόνο ακόμα για να ευχαριστηθούν τη ζωή τους. Το παράξενο ήταν ότι δεν το είχαν αντιληφθεί όλα αυτά τα χρόνια που πολεμούσαν με τις σφαίρες να περνούν δίπλα από τα κεφάλια του. Τι να πεις; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Ξαφνικά, λοιπόν, γεμίσαμε με κινήματα που σκοπεύουν αποκλειστικά στο Μάτι. Η βασική τους επωδός είναι: Μην το αφήσετε να βαρεθεί. Είναι απίστευτο τι βλακείες μπορεί να κάνουν ξαφνικά οι άνθρωποι, μόλις συνειδητοποιήσουν ότι κινδυνεύουν. Το τι έχουν δει τα μάτια μας αυτές τις μέρες δεν περιγράφεται. Γιγάντια γκράφιτι σε χωράφια με τη φράση «ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΔΩ», ολονύχτιες λειτουργίες με μικρά επάργυρα διακοσμητικά σε σχήμα ματιού, χιλιάδες γυμνούς να περιφέρονται στους δρόμους, πιθανότατα έχοντας παρεξηγήσει τη λέξη Μάτι. Αν πάντως ισχύει η άποψη ότι το Μάτι έλκεται από τη νοημοσύνη, εμείς κάνουμε ότι μπορούμε για να το απομακρύνουμε από τον πλανήτη μας.
Δεν συμμετέχω σε αυτές τις προσπάθειες, ίσως επειδή ποτέ δεν συμμετείχα σε τίποτε συλλογικό, αλλά μπορώ πολύ καλά να καταλάβω το δέος που τους κυριεύει στην σκέψη ότι θα χαθούν όλα με μια απλή ματιά. Μπορεί η ενασχόληση με τη κβαντική φυσική να μου στέρησε πολλές μικρές χαρές της ζωής, αλλά τουλάχιστον με αποζημιώνει τώρα, λίγο πριν το μεγάλο φινάλε. Γιατί, είναι φανερό ότι αργά η γρήγορα η αυλαία θα πέσει. Κι όμως, καθώς ανοίγω τα μάτια και βλέπω τον ανιψιό μου να κυνηγάει μια γκριζογάλαζη σαύρα κάτω από την ιτιά με φόντο την σκουρόχρωμη θάλασσα, δεν νοιώθω απογοήτευση. Πιστεύω ότι το Μάτι θα ανοίξει ξανά, και το μόνο που με στενοχωρεί είναι που δεν θα βρίσκομαι εκεί για να αντικρίσω το καινούριο σύμπαν. Αλλά, μερικές φόρες σκέφτομαι ότι ίσως και να είμαι. Σήμερα, ο ανιψιός μου έφερε μαζί του τον πειρατή από το πλαυμομπίλ που του είχα χαρίσει πριν δύο χρόνια. Καλώς ή κακώς, ποτέ δεν ξέρεις ποιο παιχνίδι θα ξετρυπώσει ένα μικρό παιδάκι από το κουτί του. Μπορεί ξαφνικά να θυμηθεί έναν μοναχικό κβαντικό φυσικό που παίζει κρυφτό με τον μικρό του ανιψιό και να τους τραβήξει στο νέο κόσμο μέσα από το παλιό, παρατημένο σύμπαν.


ΤΕΛΟΣ


Την επόμενη Κυριακή θα είμαι κάπου όπου λέξεις όπως διαδίκτυο, ιστοσελίδα blog, και facebook είναι σχεδόν άγνωστες -λίγο-πολύ όπως ήταν ολόκληρη η Ελλάδα πριν δεκαπέντε χρόνια-, όπου καταλαβαίνεις ότι τα παιδιά παίζουν, οι άνθρωποι δουλεύουν και η γη εξακολουθεί να γυρίζει παρά αυτές τις ελλείψεις. Έτσι, την μεθεπόμενη εβδομάδα θα αντικρίσουμε μια «άλλη νύχτα».

Sunday, March 21, 2010

Ένας γαλάζιος ουρανός

Η λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας ήταν πάντα άρρηκτα δεμένη με την επιστήμη. Είναι αυτή η πτυχή της που δίνει την «αίσθηση του θαυμαστού» που αρκετές φορές αποκομίζουμε από ένα διήγημα. Σήμερα, ξεκινάει μια ενότητα διηγημάτων με κεντρικό άξονα την επιστήμη. Το σημερινό διήγημα έχει μια μικρή ιστορία , αφού κέρδισε τον οn-line διαγωνισμό του 4ου φεστιβάλ ΕΦ Ερμούπολης και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στο «9», το εβδομαδιαίο περιοδικό της Ελευθεροτυπίας. Σε μια μελλοντική Γη, το σημαντικότερο πράγμα είναι…




Ένας γαλάζιος ουρανός




Ο Νόρμαν βάδισε διστακτικά μέσα στην μεγάλη αίθουσα. Το χλωμό πράσινο φως του ήλιου έμπαινε από τρεις τζαμαρίες και έδινε μια αλλόκοτη όψη στα αντικείμενα. Οι φρουροί του τον έβαλαν να καθίσει στην καρέκλα απέναντι από τον Κρούσεβιτς και βγήκαν από την μεγάλη ατσάλινη, μονωμένη πόρτα.
«Αύριο πετάς για τον Άρη», είπε ο Κρούσεβιτς.
«Και με έφερες εδώ μόνο και μόνο για να μου πεις αυτό;»
«Δεν θα πείραζε ένα ευχαριστώ. Θα προτιμούσες να σε άφηνα στο κελί σου να σαπίζεις;»
«Πέρασα αρκετό καιρό εκεί για να ξέρω ότι τίποτα δεν δίνεται χωρίς αντάλλαγμα».
«Αντάλλαγμα. Φυσικά, πάντα πρέπει να υπάρχει ένα αντάλλαγμα», είπε ο Κρούσεβιτς. Ύστερα, του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς την τζαμαρία που βρισκόταν απέναντι από την καρέκλα του.
«Μάλλον οι ιστορικοί θα κατηγορήσουν εμένα αλλά νομίζω ότι τελικά έφταιγαν οι σημαίες σας», είπε ο Κρούσεβιτς.
Ο Νόρμαν δε μίλησε. Ο Κρούσεβιτς συνέχισε σαν να είχε πάρει απάντηση.
«Ναι, καλά άκουσες, Οι σημαίες σας. Πότε δεν καταλάβαμε πως ακριβώς τα καταφέρατε αλλά αυτή η απόχρωση του κόκκινου είχε κάτι το υπερφυσικό. Υπάρχει το κόκκινο της επανάστασης, το κόκκινο του έρωτα, το κόκκινο της αγάπης αλλά το δικό σας κόκκινο… αυτό ήταν το κάτι άλλο. Είχε όλα αυτά μαζί και παράσερνε τους ανθρώπους σαν ορμητικός ποταμός»
«Δεν ήταν οι σημαίες μας Κρούσεβιτς. Οι ιδέες μας ήταν. Η αγάπη που δίνει αφύσικη δύναμη στη μάνα και τον πατέρα, ο έρωτας που ανάβει τους νέους και η επανάσταση που ξεσηκώνει τους εργάτες και τους φτωχούς».
«Δεν έχει σημασία πια. Οι δικοί μας ψυχολόγοι επέμεναν ότι αυτό που είχε στρέψει τον κόσμο με το μέρος σας ήταν οι κόκκινες σημαίες σας. Χάναμε και για όλα έφταιγε ένα χρώμα».
Ο Κρούσεβιτς έβαλε τα χέρια πίσω από την πλάτη και προχώρησε προς την πλαϊνή τζαμαρία.
«Ίσως το ξέρεις ότι εγώ το πρότεινα. Οι στρατιωτικοί ξέρουν μόνο τη γλώσσα των όπλων. Κανείς δεν μπορούσε να βρει μια λύση μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε η δική μου φωνή στην αίθουσα συνεδριάσεων. Τι είναι το κόκκινο χρώμα; Μια μικρή φωτοευαίσθητη πρωτεΐνη στο μάτι μας, λίγο πριν το οπτικό νεύρο. Κι αν υπήρχε ένα βακτήριο που να μπορούσε να την αποδομήσει; Να την καταναλώσει επιλεκτικά;»
«Και τελικά υπήρχε, ε;» είπε ο Νόρμαν
«Όχι, αλλά το φτιάξαμε. Το αφήσαμε ελεύθερο και σιγά, σιγά προσέβαλε όλους τους ανθρώπους. Κι έτσι εγκατέλειψε τη Γη το κόκκινο χρώμα. Χάσαμε μερικά ωραία ηλιοβασιλέματα, έγινε ένας μικρός πανικός στα φανάρια αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι οι σημαίες σας ήταν πια μαύρες και το κίνημά σας καταστράφηκε. Κανείς δεν ήθελε να ακολουθήσει ένα μαύρο σύμβολο, κανείς δεν μπορούσε να ταυτίσει την αγάπη και τον έρωτα με το μαύρο χρώμα».
«Πρέπει να ήσουν πολύ ευχαριστημένος» είπε ο Νόρμαν με σαρκασμό.
Ο Κρούσεβιτς δε μίλησε για λίγο αλλά συνέχισε να κοιτάζει τον πρασινωπό ήλιο στο μαύρο φόντο του ουρανού.
«Ήμουν. Δε ντρέπομαι που το λέω. Είχαμε νικήσει σε έναν πόλεμο χωρίς να χρειαστεί να θυσιάσουμε ούτε μία ζωή. Πόσοι στρατηγοί μπορούν να παινευτούν για κάτι τέτοιο;»
«Ελπίζω τότε να σου αρέσει το χρώμα του ουρανού».
Ο Κρούσεβιτς γύρισε απότομα και τον κοίταξε έντονα.
«Είχαμε πόλεμο, Νόρμαν. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι θα μεταλλασσόταν τόσο επιτυχημένα; Ένα ακόμα βακτήριο ήταν ανάμεσα σε δισεκατομμύρια άλλα. Όλοι περιμέναμε να εξαφανιστεί μόλις τελείωνε η τροφή του. Αλλά αυτό δεν μας έκανε το χατίρι. Τα κατάφερε και βρήκε τον τρόπο να αποδομήσει και την πρωτεΐνη δίπλα σε αυτή του κόκκινου. Την πρωτεΐνη με την οποία βλέπουμε το μπλε»
«Και έτσι χάσαμε τον ουρανό και τη θάλασσα. Κρούσεβιτς τα ξέρω αυτά. Υπάρχει κάποιος λόγος που πρέπει να τα ακούω από τον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για αυτήν την κατάντια;»
«Κάνε λίγο υπομονή Νόρμαν. Πέρασες δέκα χρόνια μέσα σε ένα κελί και από αύριο, χάρη σε μένα, θα είσαι ελεύθερος, έστω και σαν εργάτης στον Άρη. Δε μου χρωστάς λίγο από το χρόνο σου;»
«Δε σου χρωστάω τίποτα Κρούσεβιτς. Κι αν δε φορούσα αυτές τις χειροπέδες, να είσαι σίγουρος ότι δε θα καθόμουν έτσι ήσυχα στην καρέκλα μου»
Ο Κρούσεβιτς χαμογέλασε. Έβγαλε ένα μικρό κλειδί από την τσέπη του, πλησίασε το Νόρμαν και ξεκλείδωσε τις χειροπέδες.
«Θέλω να με ακούσεις για λίγο ακόμα και μετά μπορείς να κάνεις ότι νομίζεις σωστό».
Ο Νόρμαν δεν κινήθηκε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτή η εξομολόγηση του Κρούσεβιτς δεν ήταν μια απλή επίδειξη του νικητή στον ηττημένο.
«Πριν τρεις μήνες ο γιος μου ξύπνησε και έβλεπε μόνο άσπρες και μαύρες φιγούρες. Τώρα το ξέρουμε όλοι. Το μικρό μας βακτήριο βρήκε τον τρόπο να φάει και την πρωτεΐνη του πράσινου. Το μόνο χρώμα που μπορούμε πια να δούμε θα εκλείψει. Και τότε ο κόσμος μας θα γίνει ένα βασίλειο από σκιές. Ευτυχώς τα μόρια που αναγνωρίζουν το φως και το σκοτάδι έχουν διαφορετική δομή από αυτές τις τρεις πρωτεΐνες αλλιώς θα μέναμε όλοι τυφλοί.»
«Τι κρίμα για τη βιομηχανία του θεάματος. Θα πρέπει να γυρίζει όλες τις ταινίες της σε ασπρόμαυρο».
«Είναι εύκολος ο σαρκασμός, Νόρμαν. Εσύ ήσουν από την άλλη μεριά και αισθάνεσαι δικαιωμένος. Αλλά κάτω από το λεπτό υμένα του σαρκασμού σου βλέπω την απόγνωση του ανθρώπου που μεγάλωσε σε έναν πολύχρωμο κόσμο και θα αφήσει πίσω του μια ασπρόμαυρη καρικατούρα. Γιατί το ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι χωρίς τα χρώματα αυτός ο κόσμος σύντομα θα πεθάνει».
«Κρούσεβιτς, τελείωνε με τις τύψεις σου. Και ο Οπενχάιμερ στενοχωρήθηκε όταν έριξαν την ατομική βόμβα, αλλά ήταν λίγο αργά για τους γιαπωνέζους της Χιροσίμα».
«Τελείωσα, Νόρμαν. Αύριο θα φύγεις για τον Άρη, τον κόκκινο πλανήτη. Ίσως κάτι να σημαίνει αυτό. Μπορεί τα χρώματα να εγκατέλειψαν τη Γη αλλά ίσως τα ξαναβρούμε κάπου αλλού. Δεν είναι μόνο τα βακτηρίδια ικανά να προσαρμόζονται», είπε ο Κρούσεβιτς και πάτησε ένα κουμπί στον ρολόι που φορούσε στο χέρι του.

Η πόρτα άνοιξε και τέσσερα παιδιά μπήκαν στο μεγάλο δωμάτιο, γεμίζοντας το χώρο με φωνές, γέλια και φασαρία.
«Νόρμαν να σου συστήσω τη Μαρία, τον Μπρίαν, την Ισαμπέλα και τον Τάιρον. Είναι μια πολύ χαρούμενη παρέα και θα έρθουν μαζί σου στον Άρη. Παιδιά χαιρετήστε τον κύριο Νόρμαν»
Η Ισαμπέλα τον πλησίασε δισταχτικά. Το πράσινο χρώμα στο πρόσωπο της είχε γίνει ξαφνικά πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο. Άπλωσε το χέρι της και του έδωσε μια μικρή κάρτα.
«Ο θείος Κρούσεβιτς μας είπε ότι θα είσαι ο μπαμπάς μας στον Άρη και γι’ αυτό σου ζωγραφίσαμε αυτήν την κάρτα», του είπε με σιγανή φωνή.
Ο Νόρμαν την άνοιξε.
«Σου αρέσει η καρδιά μας; Τη βάψαμε κόκκινη για να σου δείξουμε πόσο σε αγαπάμε».
Ο Νόρμαν κοίταξε τη μαύρη καρδιά και ύστερα σήκωσε το βλέμμα του. Ο Κρούσεβιτς χαμογελούσε και κρατούσε αγκαλιά τον Μπρίαν και την Μαρία.
«Είναι πολύ ωραία», είπε, «αλλά θα ήθελα να μου ζωγραφίσετε κι έναν γαλάζιο ουρανό».

ΤΕΛΟΣ

Την επόμενη Κυριακή θα δούμε τι συμβαίνει γύρω μας, όταν κλείνει «το μάτι»

Sunday, March 14, 2010

Χαμένα επαγγέλματα

Σήμερα, κλείνουμε την ενότητα με το κοντινό μέλλον με άλλο ένα διήγημα έξι λέξεων. Σφουγγαράς, πεταλωτής, γανωματζής, τσαγκάρης. Επαγγέλματα που κάποιοι δεν γνώρισαν ποτέ και κάποιοι αναπολούν με νοσταλγία. Όπως δείχνουν τα πράγματα, σύντομα άλλος ένας κλάδος εργαζομένων θα αντιμετωπίσει κρίση, και θα ενταχθεί στα….


Χαμένα επαγγέλματα

Νεκροθάφτης:Γαμώ το γονίδιο της αθανασίας

Τέλος


Την επόμενη εβδομάδα θα ξεκινήσει μια νέα ενότητα που αφορά σε αυτό που ελκύει τους περισσότερους ανθρώπους στην επιστημονική φαντασία: την επιστήμη. Έτσι, θα ανακαλύψουμε πόσο σημαντικός μπορεί να είναι στο μέλλον «ένας γαλάζιος ουρανός».

Saturday, March 6, 2010

Σεβασμός

Λίγο-πολύ, όλοι έχουμε τις αρχές μας. Πράγματα που θεωρούμε αδιαπραγμάτευτα και καθορίζουν ένα μεγάλο μέρος των επιλογών μας. Το ίδιο ισχύει και για τον πρωταγωνιστή του σημερινού διηγήματος, αν και αυτός θα χρειαστεί να βάλει λίγο νερό στο κρασί του, γιατί υπάρχει κάτι καινούριο που διεκδικεί με αξιώσεις αυτό που ο ίδιος ονομάζει….

Σεβασμός

Ο Μπάμπης ούτε που φανταζόταν τι θα ακολουθούσε, όταν τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά και πέταξε με απαράμιλλο στυλ την γόπα του τσιγάρου του από το παράθυρο του αυτοκινήτου του. Practice makes perfect, ψιθύρισε καθώς είδε το αποτσίγαρο να διαγράφει μια τοξοειδή τροχιά και να προσγειώνεται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μισή ώρα αργότερα, ένα αστραφτερό μαύρο όχημα του έκανε νόημα να σταματήσει και ο Μπάμπης υπάκουσε, αφού σεβόταν απόλυτα τα αστραφτερά μαύρα οχήματα.

Πέρασε την επόμενη ώρα αγκαλιά με μια μεγάλη πλαστική απομίμηση τσιγάρου, φορώντας μια μακριά λωρίδα που έγραφε με χρυσαφιά γράμματα, ο χιλιοστός, και βγάζοντας δεκάδες φωτογραφίες σε διάφορες πόζες. Αν και ένας υπάλληλος τού είχε εξηγήσει το λόγο που συνέβαιναν όλα αυτά, ο Μπάμπης δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του, αφού πάντα αισθανόταν ένα αίσθημα ανωτερότητας όταν χρησιμοποιούσε το τεράστιο τασάκι, όπως αποκαλούσε οτιδήποτε βρισκόταν έξω από το αυτοκίνητό του. Επιτέλους είχε έρθει η στιγμή να αναγνωριστεί η δεξιοτεχνία του.

Το μόνο που έμεινε στο μυαλό του, από όσα του είπαν, ήταν μερικές σκόρπιες φράσεις που δεν θυμόταν να είχε ξανακούσει. Πιλοτικό πρόγραμμα, αισθητήρες επιτάχυνσης, ανίχνευση με GPS, χιλιοστή γόπα. Καμία, όμως, από αυτές δεν κατάφερε να μετακινήσει το ενδιαφέρον του από το σώμα της κοπέλας που στεκόταν δίπλα στον υπάλληλο, αφού ο Μπάμπης σεβόταν απόλυτα τα νεαρά καλλίγραμμα κορμιά. Η αλήθεια είναι ότι η ικανοποίησή του από την απρόσμενη δημοσιότητα που κέρδισε, μετριάστηκε από το γεγονός ότι δεν κατάφερε να αποσπάσει το τηλέφωνο της κοπέλας. Καθώς υπέγραφε μια στοίβα χαρτιά που του είχαν δώσει, πέρασε από το μυαλό του η ιδέα ότι η τελευταία ρίψη του δεν ήταν τόσο επιτυχημένη όσο συνήθως, αλλά, πριν ολοκληρώσει την σκέψη του, η κοπέλα αποχώρησε μαζί με τους φωτογράφους και ο Μπάμπης απόμεινε μόνος του στην κεντρική λεωφόρο, μαζί με ένα αντίγραφο του συμβολαίου του.

Οι επόμενες μέρες ήταν στιγμές μεγαλείου για τον Μπάμπη, αφού είδε τον εαυτό του μαζί με το υπερμεγέθες τσιγάρο να εμφανίζεται σε αφίσες, τηλεοπτικές εκπομπές, και ρεπορτάζ εφημερίδων, αν και ποτέ δεν ασχολήθηκε με το περιεχόμενό τους. Ήταν το δικό του τέταρτο της διασημότητας και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να θαυμάζει τον εαυτό του καθώς χαμογελούσε, φανερά ικανοποιημένος με την εξέλιξη που είχαν πάρει τα πράγματα. Έτσι, παρόλο που άκουσε πολλές φορές για το πιλοτικό πρόγραμμα με τα τσιπάκια που υπήρχαν μέσα σε χιλιάδες γόπες τσιγάρων, για τη νομοθετική ρύθμιση που τα έκανε υποχρεωτικά όταν πετάχτηκε η χιλιοστή γόπα στον περιφερειακό άξονα και για τον καινούριο πράσινο φόρο, δεν κατανόησε ποτέ τι σήμαινε για τον ίδιο η νέα περιβαλλοντική πολιτική της κυβέρνησης.

Για έναν περίπου χρόνο ο Μπάμπης συνέχισε να αγοράζει τσιγάρα, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί έπρεπε να δίνει τον ΑΦΜ του στον περιπτερά, και φυσικά εξακολούθησε να επιδίδεται στο προσφιλές του σπορ την ώρα που σταματούσε στα φανάρια, ή, το αγαπημένο του, καθώς διέσχιζε με ταχύτητα την κεντρική λεωφόρο. Όταν, όμως, ήρθε το εκκαθαριστικό του επόμενου έτους και είδε με έκπληξη το ποσό που έπρεπε να πληρώσει για τις γόπες του, αισθάνθηκε προδομένος. Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια στην τοπική εφορία, αλλά όταν του έδειξαν τον πίνακα, όπου ήταν καταγραμμένη η τοποθεσία κάθε γόπας που είχε ξεφορτωθεί, τα παράτησε. Το μόνο που τον διέσωσε από την οικονομική καταστροφή ήταν ένα κλείσιμο του ματιού από τον αρμόδιο υπάλληλο και το ανοιχτό συρτάρι του γραφείου του, όπου ο Μπάμπης άφησε με τρόπο ένα μικρό φακελάκι. Από τότε ο Μπάμπης άρχισε να σέβεται απόλυτα τους εφοριακούς με τα μισάνοιχτα συρτάρια.

Την επόμενη μέρα, με βαριά καρδιά, τηλεφώνησε στην αντιπροσωπεία του αυτοκινήτου του και έμαθε που ήταν τοποθετημένο το σταχτοδοχείο. Πέρασε μερικούς δραματικούς μήνες, όπου αισθάνθηκε ότι είχε κατέβει στην κόλαση, καθώς έσβηνε προσεκτικά τα τσιγάρα του στο τασάκι και ύστερα το άδειαζε στον κάδο του σπιτιού του. Ύστερα, όμως, το συνήθισε και συνέχισε κανονικά τη ζωή του. Το μόνο που άλλαξε ήταν η επίδραση που είχε πάνω του το σλόγκαν όλων των διαφημίσεων που πρωταγωνιστούσε. Σεβασμός στο περιβάλλον, έλεγαν τα μεγάλα κόκκινα γράμματα που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο χαμογελαστό του πρόσωπό. Έτσι, ο Μπάμπης πρόσθεσε τη λέξη περιβάλλον στη λίστα με τα πράγματα που έδειχνε απόλυτο σεβασμό. Του πήρε μερικές μέρες για να το αποφασίσει, αλλά τελικά κατέληξε. Το τοποθέτησε πάνω από τα μαύρα γυαλιστερά αυτοκίνητα και ακριβώς κάτω από το ντέρμπι της Κυριακής.

Τέλος

Την επόμενη Κυριακή θα κλείσει αυτή η ενότητα του «κοντινού μέλλοντος» με άλλο ένα πάρα πολύ μικρό διήγημα, όπου θα δούμε ποιο θα είναι το επόμενο από τα «χαμένα επαγγέλματα».