Sunday, March 21, 2010

Ένας γαλάζιος ουρανός

Η λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας ήταν πάντα άρρηκτα δεμένη με την επιστήμη. Είναι αυτή η πτυχή της που δίνει την «αίσθηση του θαυμαστού» που αρκετές φορές αποκομίζουμε από ένα διήγημα. Σήμερα, ξεκινάει μια ενότητα διηγημάτων με κεντρικό άξονα την επιστήμη. Το σημερινό διήγημα έχει μια μικρή ιστορία , αφού κέρδισε τον οn-line διαγωνισμό του 4ου φεστιβάλ ΕΦ Ερμούπολης και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στο «9», το εβδομαδιαίο περιοδικό της Ελευθεροτυπίας. Σε μια μελλοντική Γη, το σημαντικότερο πράγμα είναι…




Ένας γαλάζιος ουρανός




Ο Νόρμαν βάδισε διστακτικά μέσα στην μεγάλη αίθουσα. Το χλωμό πράσινο φως του ήλιου έμπαινε από τρεις τζαμαρίες και έδινε μια αλλόκοτη όψη στα αντικείμενα. Οι φρουροί του τον έβαλαν να καθίσει στην καρέκλα απέναντι από τον Κρούσεβιτς και βγήκαν από την μεγάλη ατσάλινη, μονωμένη πόρτα.
«Αύριο πετάς για τον Άρη», είπε ο Κρούσεβιτς.
«Και με έφερες εδώ μόνο και μόνο για να μου πεις αυτό;»
«Δεν θα πείραζε ένα ευχαριστώ. Θα προτιμούσες να σε άφηνα στο κελί σου να σαπίζεις;»
«Πέρασα αρκετό καιρό εκεί για να ξέρω ότι τίποτα δεν δίνεται χωρίς αντάλλαγμα».
«Αντάλλαγμα. Φυσικά, πάντα πρέπει να υπάρχει ένα αντάλλαγμα», είπε ο Κρούσεβιτς. Ύστερα, του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς την τζαμαρία που βρισκόταν απέναντι από την καρέκλα του.
«Μάλλον οι ιστορικοί θα κατηγορήσουν εμένα αλλά νομίζω ότι τελικά έφταιγαν οι σημαίες σας», είπε ο Κρούσεβιτς.
Ο Νόρμαν δε μίλησε. Ο Κρούσεβιτς συνέχισε σαν να είχε πάρει απάντηση.
«Ναι, καλά άκουσες, Οι σημαίες σας. Πότε δεν καταλάβαμε πως ακριβώς τα καταφέρατε αλλά αυτή η απόχρωση του κόκκινου είχε κάτι το υπερφυσικό. Υπάρχει το κόκκινο της επανάστασης, το κόκκινο του έρωτα, το κόκκινο της αγάπης αλλά το δικό σας κόκκινο… αυτό ήταν το κάτι άλλο. Είχε όλα αυτά μαζί και παράσερνε τους ανθρώπους σαν ορμητικός ποταμός»
«Δεν ήταν οι σημαίες μας Κρούσεβιτς. Οι ιδέες μας ήταν. Η αγάπη που δίνει αφύσικη δύναμη στη μάνα και τον πατέρα, ο έρωτας που ανάβει τους νέους και η επανάσταση που ξεσηκώνει τους εργάτες και τους φτωχούς».
«Δεν έχει σημασία πια. Οι δικοί μας ψυχολόγοι επέμεναν ότι αυτό που είχε στρέψει τον κόσμο με το μέρος σας ήταν οι κόκκινες σημαίες σας. Χάναμε και για όλα έφταιγε ένα χρώμα».
Ο Κρούσεβιτς έβαλε τα χέρια πίσω από την πλάτη και προχώρησε προς την πλαϊνή τζαμαρία.
«Ίσως το ξέρεις ότι εγώ το πρότεινα. Οι στρατιωτικοί ξέρουν μόνο τη γλώσσα των όπλων. Κανείς δεν μπορούσε να βρει μια λύση μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε η δική μου φωνή στην αίθουσα συνεδριάσεων. Τι είναι το κόκκινο χρώμα; Μια μικρή φωτοευαίσθητη πρωτεΐνη στο μάτι μας, λίγο πριν το οπτικό νεύρο. Κι αν υπήρχε ένα βακτήριο που να μπορούσε να την αποδομήσει; Να την καταναλώσει επιλεκτικά;»
«Και τελικά υπήρχε, ε;» είπε ο Νόρμαν
«Όχι, αλλά το φτιάξαμε. Το αφήσαμε ελεύθερο και σιγά, σιγά προσέβαλε όλους τους ανθρώπους. Κι έτσι εγκατέλειψε τη Γη το κόκκινο χρώμα. Χάσαμε μερικά ωραία ηλιοβασιλέματα, έγινε ένας μικρός πανικός στα φανάρια αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι οι σημαίες σας ήταν πια μαύρες και το κίνημά σας καταστράφηκε. Κανείς δεν ήθελε να ακολουθήσει ένα μαύρο σύμβολο, κανείς δεν μπορούσε να ταυτίσει την αγάπη και τον έρωτα με το μαύρο χρώμα».
«Πρέπει να ήσουν πολύ ευχαριστημένος» είπε ο Νόρμαν με σαρκασμό.
Ο Κρούσεβιτς δε μίλησε για λίγο αλλά συνέχισε να κοιτάζει τον πρασινωπό ήλιο στο μαύρο φόντο του ουρανού.
«Ήμουν. Δε ντρέπομαι που το λέω. Είχαμε νικήσει σε έναν πόλεμο χωρίς να χρειαστεί να θυσιάσουμε ούτε μία ζωή. Πόσοι στρατηγοί μπορούν να παινευτούν για κάτι τέτοιο;»
«Ελπίζω τότε να σου αρέσει το χρώμα του ουρανού».
Ο Κρούσεβιτς γύρισε απότομα και τον κοίταξε έντονα.
«Είχαμε πόλεμο, Νόρμαν. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι θα μεταλλασσόταν τόσο επιτυχημένα; Ένα ακόμα βακτήριο ήταν ανάμεσα σε δισεκατομμύρια άλλα. Όλοι περιμέναμε να εξαφανιστεί μόλις τελείωνε η τροφή του. Αλλά αυτό δεν μας έκανε το χατίρι. Τα κατάφερε και βρήκε τον τρόπο να αποδομήσει και την πρωτεΐνη δίπλα σε αυτή του κόκκινου. Την πρωτεΐνη με την οποία βλέπουμε το μπλε»
«Και έτσι χάσαμε τον ουρανό και τη θάλασσα. Κρούσεβιτς τα ξέρω αυτά. Υπάρχει κάποιος λόγος που πρέπει να τα ακούω από τον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για αυτήν την κατάντια;»
«Κάνε λίγο υπομονή Νόρμαν. Πέρασες δέκα χρόνια μέσα σε ένα κελί και από αύριο, χάρη σε μένα, θα είσαι ελεύθερος, έστω και σαν εργάτης στον Άρη. Δε μου χρωστάς λίγο από το χρόνο σου;»
«Δε σου χρωστάω τίποτα Κρούσεβιτς. Κι αν δε φορούσα αυτές τις χειροπέδες, να είσαι σίγουρος ότι δε θα καθόμουν έτσι ήσυχα στην καρέκλα μου»
Ο Κρούσεβιτς χαμογέλασε. Έβγαλε ένα μικρό κλειδί από την τσέπη του, πλησίασε το Νόρμαν και ξεκλείδωσε τις χειροπέδες.
«Θέλω να με ακούσεις για λίγο ακόμα και μετά μπορείς να κάνεις ότι νομίζεις σωστό».
Ο Νόρμαν δεν κινήθηκε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτή η εξομολόγηση του Κρούσεβιτς δεν ήταν μια απλή επίδειξη του νικητή στον ηττημένο.
«Πριν τρεις μήνες ο γιος μου ξύπνησε και έβλεπε μόνο άσπρες και μαύρες φιγούρες. Τώρα το ξέρουμε όλοι. Το μικρό μας βακτήριο βρήκε τον τρόπο να φάει και την πρωτεΐνη του πράσινου. Το μόνο χρώμα που μπορούμε πια να δούμε θα εκλείψει. Και τότε ο κόσμος μας θα γίνει ένα βασίλειο από σκιές. Ευτυχώς τα μόρια που αναγνωρίζουν το φως και το σκοτάδι έχουν διαφορετική δομή από αυτές τις τρεις πρωτεΐνες αλλιώς θα μέναμε όλοι τυφλοί.»
«Τι κρίμα για τη βιομηχανία του θεάματος. Θα πρέπει να γυρίζει όλες τις ταινίες της σε ασπρόμαυρο».
«Είναι εύκολος ο σαρκασμός, Νόρμαν. Εσύ ήσουν από την άλλη μεριά και αισθάνεσαι δικαιωμένος. Αλλά κάτω από το λεπτό υμένα του σαρκασμού σου βλέπω την απόγνωση του ανθρώπου που μεγάλωσε σε έναν πολύχρωμο κόσμο και θα αφήσει πίσω του μια ασπρόμαυρη καρικατούρα. Γιατί το ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι χωρίς τα χρώματα αυτός ο κόσμος σύντομα θα πεθάνει».
«Κρούσεβιτς, τελείωνε με τις τύψεις σου. Και ο Οπενχάιμερ στενοχωρήθηκε όταν έριξαν την ατομική βόμβα, αλλά ήταν λίγο αργά για τους γιαπωνέζους της Χιροσίμα».
«Τελείωσα, Νόρμαν. Αύριο θα φύγεις για τον Άρη, τον κόκκινο πλανήτη. Ίσως κάτι να σημαίνει αυτό. Μπορεί τα χρώματα να εγκατέλειψαν τη Γη αλλά ίσως τα ξαναβρούμε κάπου αλλού. Δεν είναι μόνο τα βακτηρίδια ικανά να προσαρμόζονται», είπε ο Κρούσεβιτς και πάτησε ένα κουμπί στον ρολόι που φορούσε στο χέρι του.

Η πόρτα άνοιξε και τέσσερα παιδιά μπήκαν στο μεγάλο δωμάτιο, γεμίζοντας το χώρο με φωνές, γέλια και φασαρία.
«Νόρμαν να σου συστήσω τη Μαρία, τον Μπρίαν, την Ισαμπέλα και τον Τάιρον. Είναι μια πολύ χαρούμενη παρέα και θα έρθουν μαζί σου στον Άρη. Παιδιά χαιρετήστε τον κύριο Νόρμαν»
Η Ισαμπέλα τον πλησίασε δισταχτικά. Το πράσινο χρώμα στο πρόσωπο της είχε γίνει ξαφνικά πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο. Άπλωσε το χέρι της και του έδωσε μια μικρή κάρτα.
«Ο θείος Κρούσεβιτς μας είπε ότι θα είσαι ο μπαμπάς μας στον Άρη και γι’ αυτό σου ζωγραφίσαμε αυτήν την κάρτα», του είπε με σιγανή φωνή.
Ο Νόρμαν την άνοιξε.
«Σου αρέσει η καρδιά μας; Τη βάψαμε κόκκινη για να σου δείξουμε πόσο σε αγαπάμε».
Ο Νόρμαν κοίταξε τη μαύρη καρδιά και ύστερα σήκωσε το βλέμμα του. Ο Κρούσεβιτς χαμογελούσε και κρατούσε αγκαλιά τον Μπρίαν και την Μαρία.
«Είναι πολύ ωραία», είπε, «αλλά θα ήθελα να μου ζωγραφίσετε κι έναν γαλάζιο ουρανό».

ΤΕΛΟΣ

Την επόμενη Κυριακή θα δούμε τι συμβαίνει γύρω μας, όταν κλείνει «το μάτι»

2 comments:

  1. Είναι μεγάλη απόλαυση να διαβάζω τα διηγήματά σου. Κι όταν τα ξαναδιαβάζω, ο κόσμος αποκτά μια στιβαρότητα, μια σιγουριά.
    Λέω, υπάρχουν άνθρωποι με νοημοσύνη και φαντασία, οπότε μπορεί να βρούμε κάποτε τις λύσεις για τα προβλήματα που δημιουργούνται από τους ανεπαρκείς.

    ReplyDelete
  2. Ότι και να πω θα είναι λίγο. Ευχαριστώ, αν και αρκετές φορές τα προβλήματα δημιουργούνται από τους υπερβολικά επαρκείς:-)

    ReplyDelete