Sunday, May 9, 2010

Ο κύβος και η ζυγαριά


Το σημερινό διήγημα εγκαινιάζει μια σειρά διηγημάτων όπου η επιστήμη παραχωρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη φαντασία, για να δικαιολογηθεί και το δεύτερο συνθετικό αυτής της λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα ίσως κάποιοι θεωρήσουν ότι η ιστορία που ακολουθεί δεν ανήκει καν στη λογοτεχνία του φανταστικού, αφού όλα στηρίζονται στο τι είναι για τον αναγνώστη……


Ο κύβος και η ζυγαριά


Ο Μιχάλης κρατάει στα χέρια του τον κυβάκο του. Είναι ένας ωραίος κύβος με στρογγυλεμένες άκρες. Σήμερα τον αισθάνεται βαρύ, λες και είναι από μόλυβδο. Άλλες μέρες τον νοιώθει ελαφρύ σαν φτερό. Ο Μιχάλης, κάθε βράδυ, βλέπει το όνειρο με τη ζυγαριά και τον κύβο. Όταν ξυπνάει, λίγο πριν ξημερώσει, βγάζει τον μικρό κύβο από το συρτάρι της βιβλιοθήκης του, τον αφήνει πάνω στο ξύλινο γραφείο του και τον κοιτάζει με το ίδιο δέος, που τον κοίταξε όταν τον έπιασε στα χέρια του για πρώτη φορά. Ο Μιχάλης δεν ξέρει πολλά πράγματα από υλικά. Ο κύβος μπορεί να είναι φτιαγμένος από κάποιο εξωγήινο μέταλλο, από κάποιο προηγμένο υλικό νέας τεχνολογίας ή απλά από ένα κράμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Γης. Δεν το έψαξε ποτέ γιατί δεν τον ενδιαφέρει το υλικό του κύβου, αλλά τι βρίσκεται μέσα σε αυτόν. Ο Μιχάλης, κάθε πρωί, αφουγκράζεται τον κύβο. Μερικές φορές ακούει έναν ρυθμικό χτύπο, και φαντάζεται διάφορα πράγματα. Την καρδιά ενός θεού να χτυπά., μια πύλη για τα άστρα να ανοίγει ή την πηγή της αθανασίας να ξεπηδά μέσα από τον μικρό του κύβο. Τις περισσότερες φορές δεν ακούει τίποτε και τότε καταλαβαίνει ότι μόνο όταν τον ανοίξει θα μάθει την αλήθεια. Ύστερα, παίρνει τον κύβο, τον βάζει στην τσάντα του, ντύνεται και ξεκινάει για τη δουλειά.

Ο Μιχάλης ξέρει πώς ανοίγει ο κύβος. Ή τουλάχιστον, πιστεύει ότι ο μικρός, μεταλλικός σύρτης στο πάνω μέρος του δεν θα είναι δύσκολο να τραβηχτεί. Πολλές φορές, καθώς πηγαίνει στη δουλειά του, έχει φανταστεί το πρωινό, που θα απλώσει το χέρι του, θα πιάσει το σύρτη και θα τον μετακινήσει απαλά, και, τότε, μια μικρή ανατριχίλα τον διαπερνά. Στο μετρό κάθεται πάντα στις τελευταίες θέσεις του βαγονιού, ή στέκεται όρθιος αν δεν υπάρχει ελεύθερο κάθισμα. Ακουμπά την πλάτη του στο τοίχωμα, αφήνει απαλά την τσάντα του στο δάπεδο και σφίγγει τα δόντια του. Ο Μιχάλης δεν το έχει πει σε κανέναν, αλλά όσες φορές θέλησε να ανοίξει τον κύβο, άλλες τόσες σκέφτηκε να τον αφήσει, μαζί με την μαύρη τσάντα του, μέσα σε ένα βαγόνι. Μόλις το μετρό φτάσει στην στάση του, ο Μιχάλης, όπως κάθε φορά, πιάνει σφιχτά την τσάντα του και βγαίνει από το συρμό, περπατώντας σκυφτός μέσα στο πλήθος.

Ο Μιχάλης περπατάει δέκα περίπου λεπτά για να πάει στη δουλειά του. Στο δρόμο σκέφτεται ρομαντικά ραντεβού σε μικρά μπαράκια, ξενύχτια με κιθάρες στην παραλία, ασυγκράτητα γέλια γύρω από ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι και κλάματα πάνω από την κούνια ενός μωρού. Πράγματα που δεν θα ζήσει ποτέ. Από το μυαλό του περνάνε φιγούρες ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι φίλοι του, κολλητοί του, σύντροφοί του, γυναίκες του, παιδιά του. Είναι αέρινες, διάφανες, χωρίς υπόσταση. Κάποτε ήταν κανονικοί άνθρωποι, αλλά ο Μιχάλης, τότε, έψαχνε για το θησαυρό του. Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, δεν είχε χρόνο για να διασκεδάσει, δεν προλάβαινε να χαρεί ή να στενοχωρηθεί μαζί τους. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η αναζήτησή του. Ο Μιχάλης παλιά πίστευε ότι ο κόσμος έχει φτιαχτεί μόνο και μόνο για να ανακαλύψει το θησαυρό του. Και ακόμα δεν είναι σίγουρος, ότι έκανε λάθος.

Ο Μιχάλης κάνει μηχανικά τη δουλειά του. Την έχει μάθει πια καλά μετά από τόσα χρόνια. Ξέρει που να βάλει κάθε χαρτί, που να ψάξει για να βρει αυτό που χρειάζεται, που πρέπει να μπουν οι υπογραφές και οι σφραγίδες. Το μνημονικό του είναι άριστο. Όταν είχε ανακαλύψει τον χάρτη, που έδειχνε το θησαυρό, είχε μείνει μια ολόκληρη μέρα κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του. Τον κοίταζε, ύστερα τον έκρυβε και τον σχεδίαζε όπως τον θυμόταν. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι τον απομνημόνευσε στην εντέλεια, άναψε ένα σπίρτο και το πλησίασε στο κιτρινισμένο χαρτί. Δεν κράτησε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Τουλάχιστον αυτό θυμάται, αν και, τώρα τελευταία, δεν είναι σίγουρος. Ίσως φταίει ότι μεγάλωσε, ίσως απλά να ωριμάζει, αλλά πολλές φορές πιάνει τον εαυτό του να αναρωτιέται αν πραγματικά υπήρξε αυτός ο χάρτης. Μήπως απλώς τον είχε επινοήσει εκ των υστέρων για να δικαιολογήσει τις ατελείωτες ώρες που αφιέρωσε για να βρει το θησαυρό του; Μήπως το μυαλό του θέλησε να τον προστατέψει και τον έπεισε ότι μια κρύα νύχτα του χειμώνα, που σκάλιζε μερικούς σωρούς χαρτιών στη σοφίτα του παππού του, κατά τύχη βρήκε έναν κρυμμένο χάρτη που έδειχνε το πολυτιμότερο πράγμα που υπήρχε στον κόσμο; Και αμέσως μετά, ο Μιχάλης αναρωτιέται, αν υπάρχει ο ίδιος ο θησαυρός. Τότε απλώνει το χέρι του, χαϊδεύει την τσάντα του και αισθάνεται το συμμετρικό, κυβικό εξόγκωμα στη θήκη της. Μικρό, σκληρό και με απροσδιόριστο βάρος. Όπως ακριβώς στο όνειρο με τη ζυγαριά.

Ο Μιχάλης δουλεύει ασταμάτητα μέχρι το μεσημέρι. Τότε κάνει ένα διάλειμμα και πηγαίνει στη μικρή καντίνα του κτιρίου. Αγοράζει ένα σάντουιτς και στιγμιαίο καφέ, κάθεται στη μοναδική καρέκλα του γωνιακού τραπεζιού και σκέφτεται τον κυβάκο του. Ίσως να φταίει ο κακός εξαερισμός ή η καθημερινή ρουτίνα, που σωριάζεται σαν σκόνη πάνω στην ψυχή του, αλλά οι σκέψεις του πηγαίνουν πάντα στο ίδιο σκοτεινό σημείο. Μήπως ο ρυθμικός χτύπος, που ακούει τα πρωινά, όταν πλησιάζει το αυτί του στον κύβο, δεν είναι παρά ένα χρυσό ελβετικό ρολόι που δουλεύει ακόμα, ή μια καλοκουρδισμένη συσκευή κάποιου άγνωστου εφευρέτη; Μήπως ο θησαυρός που κρύβει ο κύβος μέσα του, δεν είναι τελικά τόσο πολύτιμος;
Ο Μιχάλης γυρίζει από τη δουλειά με το μετρό, αλλά κατεβαίνει πάντα μία στάση νωρίτερα. Θέλει να περπατήσει λίγο περισσότερο, να χωνέψει την ημέρα σαν ένα φαγητό που μπορεί να του πέσει ασήκωτο αν το μεταφέρει στο σπίτι του, χωρίς να το αφομοιώσει. Ακολουθεί πάντα το ίδιο δρομολόγιο, δεν του αρέσουν οι αλλαγές. Ίσως αυτό τον κράτησε και συνέχισε τις προσπάθειές του παρά τις συνεχείς αποτυχίες. Άνοιξε λάκκους, βρίσκοντας μόνο πέτρες και σκουλήκια, έφτασε μπροστά σε συμπαγή βράχο, που ήταν αδύνατο να διαπεράσει, γκρέμισε τοίχους και στέγες, χωρίς να ανακαλύψει τίποτε, αλλά δεν τα παράτησε. Κάθε φορά, έφερνε το χάρτη στο μυαλό του και προσπαθούσε να καταλάβει που είχε κάνει λάθος. Και κάθε φορά το έβρισκε, μόνο και μόνο για να φτάσει μπροστά σε ένα ακόμα αδιέξοδο. Μέχρι τη μέρα που βρήκε εκείνο τον μικρό, μεταλλικό κύβο, τον κυβάκο του. Τον είχε πιάσει στα χέρια του και τον κοίταζε, όταν είδε τον σύρτη. Άπλωσε το χέρι του και, τότε, σκέφτηκε τι του είχε κοστίσει αυτός ο θησαυρός. Το χρόνο, τους ανθρώπους, τις εμπειρίες, τη ζωή, και δίστασε. Κι αυτός ο δισταγμός χύθηκε μέσα του σαν ανεξίτηλη μπογιά που τίποτε πια δεν μπορεί να την σβήσει.

Ο Μιχάλης φτάνει σπίτι το απόγευμα, πολύ κουρασμένος. Δεν ξέρει αν είναι η μέρα ή η ζωή, που τον βαραίνει τόσο πολύ. Τρώει κάτι πρόχειρο και ύστερα βγάζει τον κυβάκο του και τον τοποθετεί πάλι πάνω στο γραφείο του. Ο Μιχάλης δεν κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ξέρει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν έναν τέτοιον κυβάκο. Κάτι που είναι για αυτούς τόσο πολύτιμο, που αν τους το πάρεις θα κλαίνε και θα γελάνε ταυτόχρονα, επειδή τους αφαίρεσες αυτό το φορτίο. Μόνο που αυτοί έχουν το περιεχόμενο του κύβου μπροστά τους, και μπορούν να δουν τι είναι αυτό που αναζητούσαν μέχρι σήμερα, αν άξιζαν τον κόπο οι θυσίες που έκαναν για να το αποκτήσουν. Και το σημαντικότερο, μπορούν, αν θέλουν, να ψάξουν για έναν καινούριο κύβο, αν και ο Μιχάλης δεν ξέρει κανέναν που να το έκανε ποτέ αυτό. Ο Μιχάλης αφουγκράζεται τον κύβο του και, όπως κάθε βράδυ, φοβάται ότι ο ρυθμικός χτύπος, που ακούει, είναι μια ψευδαίσθηση, όπως ο ήχος της θάλασσας όταν βάζεις ένα κοχύλι στο αυτί σου. Ο Μιχάλης ξέρει ότι ούτε σήμερα θα ανοίξει τον κύβο. Φοβάται τι θα βρει, ή μάλλον, φοβάται αυτό που δεν θα βρει.

Κάθε βράδυ, ο Μιχάλης βάζει τον κύβο του μέσα στο συρτάρι τη βιβλιοθήκης και ξαπλώνει να κοιμηθεί. Προσπαθεί να κάνει ευχάριστες σκέψεις, αλλά στο τέλος πάντα ονειρεύεται τη ζυγαριά. Στην μία πλευρά της έχει μία ολόκληρη ζωή, γεμάτη έρωτες, γέλια, χαρές, λύπες, επιτυχίες και αποτυχίες. Και στην άλλη έχει τον κυβάκο του. Στην αρχή την βλέπει να παλαντζάρει, πότε λίγο αριστερά, πότε λίγο δεξιά, αλλά το πρωί που ξυπνά, ποτέ δεν θυμάται προς ποια πλευρά έγειρε.

ΤΕΛΟΣ


Την επόμενη Κυριακή, ο ήρωας της ιστορίας θα βρεθεί σε μια ιδιόμορφη θέση όπου για να κάνει την δουλειά του πρέπει να δώσει τις απαραίτητες «αποδείξεις».

No comments:

Post a Comment