Saturday, May 29, 2010

Η Ντουλάπα

Όλοι ξέρουμε πόσο διαφέρει ο κόσμος των παιδιών από αυτόν των ενηλίκων. Σκοτεινά μέρη, θρύλοι, περιπέτειες, θηρία και ένα σωρό άλλα πράγματα που για εμάς δεν υπάρχουν. Και φυσικά, το αιώνιο ζήτημα: Τι κρύβει μέσα της ……


Η Ντουλάπα

Ο Θαλής και ο Ανδρόνικος μπήκαν μισανοίγοντας την πόρτα. Ο πατέρας τους έπινε τον καφέ του, διαβάζοντας εφημερίδα. Τα δύο παιδιά προσπάθησαν να ανέβουν από τη σκάλα, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς
«Τι τρέχει;» ακούστηκε η φωνή του πατέρα τους και τα παιδιά κοκάλωσαν.
«Τίποτα», ψέλλισε ο Ανδρόνικος.
«Ο Θαλής κρατάει το χέρι του», είπε ο πατέρας πίνοντας μια γερή γουλιά καφέ.
Τα παιδιά άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους. Στα έλεγα….. ήταν βλακεία σου….πάλι εγώ θα την πληρώσω….
«Δεν έχω πολύ χρόνο».
«Να…ο Θαλής…..δεν άκουγε…αποθήκη…..», μουρμούρισε ο Ανδρόνικος, που ανέλαβε να εξηγήσει.
«Θαλή, τι σου έχω πει για τα σκοτεινά μέρη;», ρώτησε ο πατέρας τους.
«Να μην πηγαίνω».
«Γιατί;» επέμεινε ο πατέρας που πάντα ήθελε να ακούει ολόκληρη τη φράση από το στόμα των παιδιών.
«Γιατί εκεί είναι ο λύκος».
«Σε δάγκωσε;»
«Λίγο».
«Πόνεσε;»
«Πρόλαβα να τραβήξω το χέρι»
«Δεν μου απάντησες. Πόνεσε;»
«Ναι», είπε ο Θαλής .
«Τα βλέπεις; Άλλη φορά να μας ακούς. Πήγαινε με τον αδερφό σου να βάλεις ιώδιο και ύστερα φέρτε μου έναν επίδεσμο και μια γάζα από το φαρμακείο του μπάνιου».
Τα αγόρια ανέβηκαν γρήγορα τη σκάλα χωρίς να πουν άλλη κουβέντα. Πίσω τους έμεναν μικρές κόκκινες σταγόνες που σημάδευαν τη διαδρομή τους.

***

Ο Θαλής καθόταν ακίνητος με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι. Η μηέρα του τον κοίταξε με αυστηρό τρόπο.
«Σε παρακαλώ, πολύ. Τι σε έπιασε τώρα. Πρώτη φορά έχουμε φακές;»
Ο Θαλής δεν απάντησε. Δίπλα του ο Ανδρόνικος έτρωγε μικρές κουταλιές, παρακολουθώντας τη συζήτηση.
«Τον βλέπεις τον αδελφό σου; Τρώει και δεν λέει κουβέντα. Εσύ γιατί κάνεις τον δύσκολο;»
«Δεν μου αρέσουν οι φακές», είπε ο Θαλής.
«Νεαρέ μου, σε αυτό το σπίτι τρώμε ό,τι υπάρχει, όχι ό,τι μας αρέσει».
«Δεν θέλω να φάω», είπε ο Θαλής δυνατά.
«Έλα βρε Θαλή, τώρα. Τι θέλεις δηλαδή, να έρθει η αστυνομία;»
Ο Ανδρόνικος σταμάτησε την κουταλιά του στη μέση και κοίταξε με παγωμένο βλέμμα τον Θαλή. Αυτός δεν έβγαλε κουβέντα, κατέβασε το κεφάλι του και το έχωσε ανάμεσα στα χέρια του.
«Σου είπα δεν πρόκειται να το ανεχτώ αυτό», δοκίμασε μια τελευταία φορά η μητέρα του, αλλά ο Θαλής δεν κουνήθηκε καθόλου.
«Αυτά κάνεις, άμα λείπει ο πατέρας σου, αλλά θα σου δείξω εγώ», είπε η μητέρα και βγήκε από την κουζίνα.
Μετά από πέντε λεπτά, ήχησε η σειρήνα. Το παράθυρο απέκτησε ένα ζωηρό μπλε χρώμα, καθώς οι αστυνομικοί πάρκαραν το περιπολικό ακριβώς έξω από το σπίτι τους χωρίς να σβήσουν το φάρο. Η μητέρα άνοιξε την πόρτα, μόλις χτύπησε το κουδούνι, και δύο γεροδεμένοι νεαροί με στολή μπήκαν μέσα. Κουβέντιασαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους και ύστερα προχώρησαν προς την κουζίνα.
«Φάε», είπε ο Ανδρόνικος στον Θαλή αλλά ο αυτός είχε κλείσει τα μάτια του και κρατούσε πεισματικά τα χέρια του σταυρωμένα. Ο ένας αστυνομικός τον πλησίασε κρατώντας μια κλήση, την άφησε στο τραπέζι μπροστά του και ακούμπησε το χέρι στην πλάτη του.
«Μικρέ, πήρες ένα πρόστιμο. Δεν πειράζει, πρώτη φορά είναι. Φάε τώρα τις φακές σου, αλλά να ξέρεις. Την επόμενη φορά που θα έρθουμε δεν θα μείνουμε στο πρόστιμο», είπε με πολύ απαλή φωνή και έπαιξε για λίγο τις χειροπέδες στα χέρια του.
«Ευχαριστώ που ήρθατε», είπε η μητέρα.
«Καθήκον μας», απάντησε ο αστυνομικός. «Μακάρι όλα τα προβλήματα να λύνονταν έτσι εύκολα».
Η μητέρα συνόδευσε τους αστυνομικούς μέχρι την πόρτα και ο Ανδρόνικος πήγε στο παράθυρο για να δει το περιπολικό που έφευγε παίρνοντας μαζί του τον απόκοσμο μπλε φωτισμό. Η μητέρα γύρισε στην κουζίνα, κάθισε δίπλα στο Θαλή, τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
«Άντε, τώρα», του είπε. «Ξεκίνα».
Ο Θαλής άπλωσε διστακτικά το χέρι του και έπιασε το κουτάλι.

***

Ο Θαλής έτρεχε μέσα στο δωμάτιο πηδώντας πάνω στα κρεβάτια και ανεμίζοντας τις κάλτσες του.
««Θα με σκάσεις σήμερα», είπε η μητέρα του. Έλα βρε παιδάκι μου, να βάλεις τις πυτζάμες σου να κοιμηθείς», προσπάθησε με ήπιο τόνο, αλλά ο Θαλής δεν φαινόταν να ακούει τίποτα.
«Πιάσε με, αν μπορείς», της είπε και στάθηκε πίσω από το γραφείο του, χρησιμοποιώντας το σαν ένα πρόχειρο εμπόδιο.
«Θαλή, μεγάλωσε πια. Δεν αντέχω άλλο τα παιχνίδια», είπε η μητέρα του.
Ο Θαλής έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα του και συνέχισε να στέκεται στο ίδιο σημείο, φορώντας μόνο τη φανέλα, το σλιπάκι του και τη μία του κάλτσα.
«Πιάσε με, πιάσε με, πια….». Η φράση του Θαλή κόπηκε στη μέση καθώς η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο πατέρας.
«Θα συνεχιστεί για πολύ αυτό;», είπε φανερά θυμωμένος.
«Ισίδωρε», είπε η μητέρα προσπαθώντας να προλάβει το κακό.
«Σε παρακαλώ», είπε ο πατέρας που παραμέρισε το απλωμένο χέρι της, προχώρησε και σταμάτησε μπροστά στο γραφείο του Θαλή.
«Βάλε τις πυτζάμες σου τώρα», είπε με δυνατή φωνή.
Ο Θαλής δεν κουνήθηκε.
«Είπα. Βάλε τις πυτζάμες σου και πέσε να κοιμηθείς».
«Ισίδωρε, θα το αναλάβω εγώ», είπε η μητέρα..
«Άσε με κι εσύ. Όλα τα χατίρια του κάνεις και κοίτα που καταντήσαμε».
«Ισιδωρε, είσαι εκνευρισμένος».
Ο Ισίδωρος δεν της έδωσε σημασία. Γύρισε απότομα και πήγε στην ντουλάπα.
«Ισίδωρε, όχι», είπε η Κλαίρη.
«Βάλε τις πυτζάμες σου, αλλιώς θα ανοίξω την ντουλάπα», είπε ο πατέρας πιάνοντας το χερούλι της μεταλλικής κατασκευής.
Ο Θαλής άρχισε να τρέμει, αν και το καλοριφέρ ήταν ρυθμισμένο σε υψηλή θερμοκρασία.
«Βάλε τις πυτζάμες σου νεαρέ», είπε ο Ισίδωρος και ξεκλείδωσε την πόρταΌ Θαλής είδε το παραμορφωμένο είδωλο του πατέρα του πάνω στο επιτιτανιωμένο φύλλο και τρόμαξε.
«Θέλεις να πας στον μπαμπούλα;»
Ο πατέρας ήταν έτοιμος να ανοίξει την πόρτα, όταν ακούστηκε αδύναμη η φωνή του Θαλή.
«Εντάξει, μπαμπά. Τις βάζω», είπε και με αργά βήματα πήγε στη βιβλιοθήκη του, μάζεψε τα πεταμένα ρούχα του και άρχισε να τα φοράει.
«Την επόμενη φορά δεν θα περιμένω τόσο πολύ», είπε ο πατέρας και βγήκε από το δωμάτιο χτυπώντας την πόρτα πίσω του.

***

Ο Θαλής είχε κουλουριαστεί στον μικρό χωρός κάτω από τη σκάλα και δεν τολμούσε να ξεμυτίσει. Έπαιζαν κρυφτό με τον Ανδρόνικο, όταν επέστρεψαν οι γονείς τους απροειδοποίητα. Ο αδελφός του είχε προλάβει να πάει στο δωμάτιο, αλλά αυτό δεν μπορούσε να ξεμυτίσει από εκεί που βρισκόταν χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ακούει και να περιμένει μια βολική στιγμή να το σκάσει.

«Ξέρεις, ανησυχώ λίγο με τον Θαλή», είπε η μητέρα του.
«Γιατί;»,απάντησε ο πατέρας
«Να ξέρεις…δεν είναι τόσο υπάκουος όσο ο Ανδρόνικος».
«Μπα, μην στενοχωριέσαι. Αυτός θα βγει καλύτερος».
«Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν τα μεγαλώνουμε σωστά», είπε η μητέρα του χαμηλόφωνα, λες και δεν ήθελε να την ακούσει ο άντρας της.
«Μια χαρά τα μεγαλώνουμε. Είδαμε και τα κατορθώματα των προηγούμενων με τις ιστορίες και τα παραμύθια τους. Τα κοίμιζαν και μετά έβγαιναν στην πραγματική ζωή και τα έτρωγαν τα ανθρώπινα θηρία».
«Μήπως παραείμαστε σκληροί. Στο κάτω-κάτω παιδιά είναι ακόμη».
«Παιδιά που θα γίνουν άντρες. Δεν είναι χρήσιμο να μεγαλώνουν σε έναν ψεύτικο κόσμο, όπου όλα είναι ωραία και καλά».
Η μητέρα το έμεινε σιωπηλή για λίγο.
«Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι κάποια μέρα μπορεί να χρειαστεί να ανοίξεις την ντουλάπα;», ρώτησε τον πατέρα του.
«Καλύτερα εγώ παρά κάποιος άλλος αργότερα. Οι εποχές είναι δύσκολες. Πρέπει να ξέρουν τι τους περιμένει».
«Μάλλον έχεις δίκιο», είπε. «Δεν είναι η ανατροφή τους που έχει το πρόβλημα».
«Αλλά;»
«Κάτι δεν πάει καλά με τον κόσμο που τους περιμένει», είπε η μητέρα.
Ο πατέρα τους δεν απάντησε. Μόλις οι γονείς του τελείωσαν το φαγητό, ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα και ο Θαλής μπόρεσε επιτέλους να βγει από τη κρυψώνα του. Ήξερε πια τι έπρεπε να κάνει.

***


Ο Θαλής κοίταξε με φόβο τη μεταλλική ντουλάπα. Δεν την είχε δει ποτέ ανοιγμένη, ούτε του είχαν πει ποτέ τι μπορεί να κρύβει. Άπλωσε το χέρι του, ξεκλείδωσε την πόρτα και το ξανατράβηξε απότομα, λες και κάποιο δηλητηριώδες φίδι ήταν έτοιμο να του ορμήσει. Έμεινε για λίγο διστακτικός. Αν ήθελε, μπορούσε να σταματήσει εκεί, να ξανακλειδώσει την ντουλάπα και να επιστρέψει στο γραφείο του με τα μαθήματα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έπιασε το χερούλι και το γύρισε πολύ αργά, σαν ταινία σε αργή κίνηση. Ακούστηκε ένα τρίξιμο, και το φύλλο άρχισε να ανοίγει καθώς ο Θαλής το τραβούσε ιδρωμένος προς τα έξω. Σκοτάδι. Αυτό ήταν το μόνο που έβλεπε. Δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό. Άκουγε, όμως, και μύριζε. Βόμβοι μηχανημάτων, σαπισμένα τρόφιμα, κορναρίσματα, μακρινές κραυγές, οσμές βενζίνης και ηλεκτροκόλλησης, ανακατεύονταν και του προκαλούσαν τρόμο. Τι ελπίδες είχε εκεί μέσα; Για πόσο καιρό θα έμενε στην ασφάλεια του σπιτιού του; Τι τον περίμενε τώρα που είχε μεγαλώσει; Ο Θαλής έριξε μια ματιά πίσω του, στα αγαπημένα του παιχνίδια, στις πολυφορεμένες πυτζάμες, στην ξεφτισμένη του μπάλα. Ύστερα, άρχισε να προχωράει με αργά βήματα, ένοιωσε τραχύ τσιμέντο κάτω από τα πόδια του και μπήκε μέσα στην ντουλάπα. Η πόρτα προς το παιδικό του δωμάτιο έκλεισε πίσω του με έναν κοφτό, μεταλλικό ήχο και ο Θαλής ήξερε ότι δεν θα άνοιγε ποτέ ξανά.


ΤΕΛΟΣ


Την επόμενη Κυριακή, άλλο ένα πάρα πολύ μικρό διήγημα φαντασίας για ένα «αποτυχημένο πείραμα».

No comments:

Post a Comment