Saturday, December 26, 2009

Το μετάλλιο

Είναι μερικές στιγμές που αποτελούν τα σημεία καμπής της ζωής μας. Όταν ξέρεις ότι, ανάλογα με το τι θα συμβεί, όλα θα πάνε καλύτερα ή όλα θα χειροτερέψουν. Μια τέτοια στιγμή ήρθε και για τον ήρωα της σημερινής ιστορίας. Μόνο που έφτασε με μια μικρή καθυστέρηση, μαζί με……


Το μετάλλιο


Ο Νεκτάριος Κλείτσας έκλεινε τα ογδονταέξι, όταν κέρδισε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στα εκατό μέτρα. Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο γραφείο του και μόλις είχε τελειώσει το πότισμα της Ελενίτσας, όπως αποκαλούσε τη γαρδένια του. Ετοιμαζόταν να πάρει το χάπι για την άνοια, για να μην ξεχνάς μπαρμπα-νεκτάριε, όπως του είχε πει ο παθολόγος του, αν και ο ίδιος θεωρούσε ότι μερικά πράγματα καλύτερα να μη τα θυμάσαι όταν γεράσεις. Πολλές φορές είχε σταθεί να κοιτάζει το χάπι ανάμεσα στα δάχτυλά του, προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα το καταπιεί ή θα το ρίξει στο καλάθι των αχρήστων, αλλά πάντα στο τέλος νικούσε ο φόβος της αμνησίας.
Όταν χτύπησε, λοιπόν, το κουδούνι της πόρτας, ο Νεκτάριος προχώρησε με αργά βήματα προς την είσοδο, ελπίζοντας ενδόμυχα ότι κάποιο από τα παιδιά του αποφάσισε να το κάνει μια επίσκεψη εκτός προγράμματος. Δεν θα τον πείραζε να παίξει λίγη ώρα με τα εγγόνια του, λίγο πριν τον μεσημεριανό ύπνο. Έτσι, όταν άνοιξε, το τελευταίο πράγμα που περίμενε να δει ήταν μερικές δεκάδες τηλεοπτικά συνεργεία, την ολυμπιακή επιτροπή της χώρας και ένα βάθρο με μία και μόνο θέση που είχαν τοποθετήσει ακριβώς στο σημείο που σκόπευε να μεταφυτέψει την Ελενίτσα του. Η αλήθεια ήταν ότι εκνευρίστηκε βλέποντας την αναστάτωση που είχαν προκαλέσει όλοι αυτοί που είχαν συγκεντρωθεί στη μικρή αυλή του σπιτιού του, και έτσι έχασε τις πρώτες φράσεις από τα λόγια του προέδρου της ολυμπιακής επιτροπής. Το μόνο που συγκράτησε ήταν μια πρόταση για τα ιδεώδη του αθλητισμού και την ευγενή άμιλλα, που του θύμισε αμυδρά κάποιες εκθέσεις που έγραφε όταν πήγαινε σχολείο.
Την στιγμή που ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί για όλή αυτή την φασαρία, μερικά δυνατά χέρια τον έπιασαν, του φόρεσαν μια γαλανόλευκη φανέλα με το εθνόσημο στο στήθος και τον μετέφεραν πάνω στο βάθρο που είχε στηθεί έξω από το σπίτι του. Δεκάδες φλας τον τύφλωσαν, καθώς σχολιαστές από όλες τις χώρες του κόσμου περιέγραφαν τη σκηνή στα μικρόφωνά τους. Ο Νεκτάριος συναισθάνθηκε το κρίσιμο της περίστασης και έτσι αποφάσισε να καταπιεί την αγανάκτησή του για το γεγονός, ότι η μελλοντική θέση της Ελενίτσας είχε μαγαριστεί με τόσο βέβηλο τρόπο, και να προσπαθήσει να συμμετάσχει στην ευφορία που ξεχείλιζε από κάθε πρόσωπο που έβλεπε.
Τα επόμενα λεπτά ήταν ένας καταιγισμός πληροφοριών, οπτικών και ακουστικών, που τον έφεραν στα όρια της αντοχής του. Ο πρόεδρος της επιτροπής είχε σταθεί μπροστά του εκφωνώντας έναν υπερβολικά επίσημο λόγο, που μάλλον απευθυνόταν στο έθνος, ενώ οι δημοσιογράφοι έδιναν ενθουσιώδεις ανταποκρίσεις και το πλήθος ζητωκραύγαζε. Ο Νεκτάριος προσπάθησε να βγάλει ένα νόημα από αυτά που άκουγε, κυρίως επειδή επιθυμούσε να μάθει πότε θα τελειώσει το μαρτύριό του, ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί με την ησυχία του με τον κήπο του. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ ποια ήταν η αιτία για αυτήν τη βίαιη εισβολή στην προσωπική του ζωή. Ο λόγος του προέδρου, οι μεταδόσεις των δημοσιογράφων και τα σχόλια των θεατών σχημάτιζαν ένα ηχητικό κολάζ από το οποίο δεν καταλάβαινε τίποτε.

Το ολυμπιακό κίνημα είναι πια καθαρό και άμεμπτο. Οι νέες γενετικές τεχνικές, ανιχνεύουν το ντοπάρισμα ακόμα και αν κάποιος είχε πεθάνει πριν εκατό χρόνια. Ναι καλά, κάποιος χάκεψε τα αντι-ντόπινγκ αρχεία και τα έβγαλε όλα στη φόρα. Τα μετάλλια απονέμονται ξανά. Η επανεξέταση των αθλητών ξεκίνησε συμβολικά από την εκατοστή επέτειο των αγώνων. Μιλάμε, τους βρήκαν όλους ντοπαρισμένους, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, το απόλυτο φιάσκο. Η Ολυμπιακή ιδέα ξαναζεί. Αναγκάστηκαν να πάνε στα τοπικά πρωταθλήματα, αλλά και εκεί όλοι χαπακώνονταν. Αυτός ο γεράκος είχε τον καλύτερο χρόνο από όσους βρέθηκαν καθαροί, όχι ότι ήταν και πολλοί. Τρίχες, τον διάλεξαν στην τύχη για να μας πουλήσουν τους νέους πρωταθλητές. Στο πρόσωπο του Νεκτάριου Κλείτσα βρίσκουμε μια νέα αρχή για τα ολυμπιακά ιδανικά. Υπήρχαν και καλύτεροι, αλλά έχουν πια πεθάνει. Σκέψου να έστηναν την τελετή πάνω από κανέναν τάφο. Σε ανακηρύσσω χρυσό Ολυμπιονίκη.

Ο Νεκτάριος ένοιωσε το δάφνινο στεφάνι να ακουμπά στο κεφάλι του και το χρυσό μετάλλιο να βαραίνει στο λαιμό του. Ο πρόεδρος τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε: «Αυτό το μετάλλιο θα άλλαζε για πάντα τη ζωή σου. Λυπάμαι που το πήρες τόσο καθυστερημένα». Αν και ο Νεκτάριος είχε πάρει το χάπι του, δεν μπορούσε με τίποτε να θυμηθεί για ποιους αγώνες μιλούσαν όλοι γύρω του. Έκανε μια γενναία προσπάθεια να φέρει στο μυαλό του τον παλιό εαυτό του, αλλά εκείνος ο εικοσάχρονος νέος, που νόμιζε ότι θα ζήσει για πάντα, τού φαινόταν πια τόσο ξένος. Χαμογέλασε όταν θυμήθηκε ότι τότε είχε γνωρίσει στο Πανεπιστήμιο την Ελενίτσα του, αν και πέρασε πολύ καιρός μέχρι να της εξομολογηθεί τον έρωτά του, αλλά καμία άλλη πληροφορία δεν αναδύθηκε από το ήδη ταλαιπωρημένο μνημονικό του. Έδωσε μερικές απαντήσεις σε έναν καταιγισμό ερωτήσεων, κυρίως για την ηλικία του και την αθλητική του σταδιοδρομία. Αναγκάστηκε να επινοήσει ένα σωρό ψέματα, αφού κανένας από τους δημοσιογράφους δεν δεχόταν σαν απάντηση τη φράση «δεν θυμάμαι», αν και ο Νεκτάριος ανέφερε τουλάχιστον δέκα φορές τα προβλήματα μνήμης που αντιμετώπιζε. Έβγαλε και αρκετές φωτογραφίες δίπλα σε επίσημους, που τον αγκάλιαζαν σαν να τον ήξεραν από χρόνια, και τελικά αναγκάστηκε να προφασιστεί ένα λιποθυμικό επεισόδιο, ώστε να μπορέσει να διώξει όλον αυτόν τον συρφετό από τον αγαπημένο του κηπάκο.
Μόλις μπόρεσε να ανακτήσει τις δυνάμεις του, προχώρησε με τον αργό ρυθμό που του επέβαλαν τα ρευματικά του προς το μικρό δωμάτιο που περνούσε τις ώρες του διαβάζοντας, από τότε που έφυγε η Ελενίτσα. Άνοιξε το συρτάρι του μικρού κομοδίνου και έβαλε μέσα το χρυσό μετάλλιο, ανάμεσα στο κουτί με τις κορτιζόνες και το μικρό, ηλεκτρονικό πιεσόμετρο. Κάθισε στο γραφείο και κοίταξε τις φωτογραφίες στον τοίχο απέναντί του. Η Ελενίτσα του, ο Λάμπρος του, η Γεωργία του και τα εγγόνια του. Θυμήθηκε τα λόγια του προέδρου της επιτροπής την ώρα που αποχωρούσε. «Αυτό το μετάλλιο θα άλλαζε για πάντα τη ζωή σου». Ο Νεκτάριος, που ένοιωθε πια εξουθενωμένος, έσκυψε πάνω από τη γλάστρα και πλησίασε το πρόσωπό του στο λευκό άνθος. «Παρά τρίχα την γλιτώσαμε, Ελενίτσα μου», είπε και το μεθυστικό άρωμα της γαρδένιας τού έφερε στο νου πολύ περισσότερα πράγματα από όσα τα χάπια, που έπαιρνε τόσο τακτικά.

ΤΕΛΟΣ


Την επόμενη εβδομάδα θα δούμε τις άκαρπες προσπάθειες δύο τεχνιτών να προσαρμοστούν σε έναν κόσμο που χρειάζεται «αλλαγή άκρου».

2 comments:

  1. Χρόνια Πολλά κι ευτυχισμένα!
    (Ο Νεκτάριος έγινε τελικά Χρυσός. Αλλά γιατί Ελενίτσα και όχι Βάσω, Πόπη ή Χέντβιγκ ας πούμε;)

    ReplyDelete
  2. Τσεκάρω ποιοι διαβάζουν το blog. Μην ξοδέψω όλες τις παγίδες σε ένα διήγημα:-).

    ReplyDelete